Λογοτεχνία Α' Τάξης: "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια" Στράτη Μυριβήλη Εκτύπωση
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Α΄)
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού   
Δευτέρα, 07 Νοέμβριος 2016 09:52

"Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια"  Στράτη Μυριβήλη

Οκτώ αποσπάσματα

Διαθεματική  εργασία στη ΝεοελληνικήΛογοτεχνία

  Τμήμα:Α2  (24 μαθητές/ τριες)                       Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ιωάννα Ρωμανού

Δυο λόγια για την υπόθεση του μυθιστορήματος

 

Ο ζωγράφος και πολεμιστής στο Μικρασιατικό ΜέτωποΛεωνής Δρίβας επιστρέφει με την αδελφή του Αδριανή στο πατρογονικό του, στη Λέσβο, αφού έχει αναλάβει να παραδώσει τα θυμητάρια του νεκρού φίλου του, ανθυπολοχαγού Στρατή Βρανά στη χήρα του και μητέρα του ανάπηρου παιδιού του, τη  νεαρή δασκάλα Σαπφώ. Μέσα σ? ένα επαρχιώτικο περιβάλλον που παρακολουθεί και κατακρίνει κάθε κίνηση, ο Λεωνής βασανίζεται  ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα του.

Tο μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Καθημερινή» κατά τα έτη 1931-1932 και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1933. Το 1978 μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Φέρτη και την Κάτια Δανδουλάκη.

 

Α. Ο Λεωνής τραβάει αργά για το σπίτι?Θυμάται τη θερμή, τη σιγανή κουβέντα του Ξυνέλλη για την πεθυμιά που σιγοκαίει όλους τους αρσενικούς του χωριού. Μια ανομολόγητη πεθυμιά που είναι όλο ύπουλη σιωπή και σκληρότητα, και τυλίγει με χίλιους τρόπους, τη Σαπφώ. Την «κοντέσα».

Όλοι παντρεμένοι και λεύτεροι τη λαχταρούν. Είναι μικρή, είναι όμορφη, είναι χήρα. Είναι μονάχη. Είναι Πηνελόπη χωρίς Οδυσσέα. Και δίχως αργαλειό. Και λοιπόν καθένας απλώνει την αποθυμιά του καταπάνω της. Τη θέλουν όλοι, την έχουνε τριγυρίξει  με τις φλογερές ανάσες τους, κοπάδι ολάκερο, σκυλολόι με πεινασμένα μάτια, με κρεμασμένες γλώσσες. Τους ταράζει τα όνειρα. Σκόλοψ τη σαρκί. Κι όλοι καμώνονται τον ανήξαιρο. Καθένας μαντεύει τον άλλον, όμως κανένας τους δεν κοτά να κοιτάξει κατάματα τον καημό του, να τον πει με τ? όνομά του?

Κι αυτή είναι η γυναίκα του Βρανά! Το ήθελε πολύ να της έρθει κείνος ο φουκαράς, μια μέρα. Να της έρθει ξαφνικά μέσα στις λουστρινιένιες μπότες του. Έτσι σαν αξιωματικός της οπερέτας. Τις κουβάλησε ναζί του τέλος πάντων τις περίφημες εκείνες μπότες. Τη μια αδειανή. Το πόδι το πήρε μαζί του κείνος με τα κοιλιακά. Είχε μεγάλο καημό ο Βρανάς να πάει συνοδιά ως το νεκροταφείο το πόδι του! Πήρε όμως μαζί του ένα -δυο χέρια περίσσια για αντισήκωμα

Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια  Στράτη Μυριβήλη Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ.145,146-147

 

Β. -Η αγάπη ? ξαναλέει σιγά η δασκάλα. Ποια αγάπη;

-Η αγάπη. Για έναν άνθρωπο, ή γενικά για τον άνθρωπο.  Αυτή που φεύγει από την καρδιά μας μόλις υποδουλωθούμε σ?ένα οποιοδήποτε σύστημα?

Την κοίταξε κατάματα, σχεδόν σκληρά, και είπε ακόμα:

-Αυτή που δεν είχατε ούτε και σεις. Δεν αγαπούσατε τον άντρα σας. Γι? αυτό βάλατε το στίχο στα κόλλυβα και τα εθνικά χρώματα στη λαμπάδα του?Γι? αυτό δεν μπορέσατε να δείτε τον πόλεμο.

-Δεν τον αγαπούσα, ομολόγησε θαρρετά η δασκάλα, κι ένα πορφυρό κύμα απλώθηκε ως τις άκριες των αυτιών της.

Είτανε μια ομολογία ξαφνική, σχεδόν πεισμωμένη, που τινάχτηκε ξαφνικά, ορμητικά, σαν καταπιεσμένη πολύν καιρό.

Τ? αδέλφια κοιτάχτηκαν. Κείνη παρακολουθούσε με ησυχία  αυτή τη ματιά τους. Κατέβασε τα μάτια στις άκριες των χεριώ της, που τα κρατούσε ανάμεσα στα γόνατα με ενωμένες τις παλάμες. Καθόταν έτσι σ? αυτήν σεμνή στάση, και μιλούσε τώρα αργά και σιγά.

-Θαρρώ, λέει, πως μπορώ να μιλήσω σε σας έτσι. Καταλαβαίνω πως τώρα είναι ανάγκη να σας μιλήσω. Έχω ανάγκη να μη περιφρονείτε σεις οι δύο? Να. Σε τέσσερους μήνες, λέει, κλείνω τα εικοσιδύο μου χρόνια. Λοιπόν μέσα σ? αυτά τα εικοσιδύο χρόνια είναι η πρώτη φορά που ανοίγω την καρδιά μου σε άνθρωπο. Ξαίρετε τί θα πει εικοσιδυό χρόνια μοναξιά της ψυχής; Πρέπει να σας τα πω απ? την αρχή. Θα μου είναι μια ξαλάφρωση. Σαν έχασα τη μητέρα μου είμουνα δώδεκα χρονώ. Με πήρε κοντά της μια γριά θειά μου, που με είχε κιόλας βαφτισμένη. Δεν είχα άλλον απ? αυτήν στον κόσμο. Καλή γυναίκα. Θεός σχωρέσ?τη. Παλιά δασκάλα. Αυτή μ? έστειλε στη Χώρα και τέλειωσα το Ανώτερο. Σα γύρισα κοντά της δεν έζησε πολύ. Άρρωστη, μισή γυναίκα. Τόνα της πόδι στο λάκκο. Καημό τόχε να με παντρέψει όπως ?όπως πριν πεθάνει. Τότες με γύρεψε ο δάσκαλος ο Βρανάς. Είπα το «ναι»σα νάπαιζα  τις κουμπάρες?Δεν ήξαιρα? Δεκαεφτά χρονώ είμουνα σα με πήρε κ? είταν εικοσιέξη. Αυτός μ? αγάπησε. Αλήθεια.  Είταν ένα είδος αγάπη βαριά. Σχεδόν βάρβαρη. Με τσάκιζε σαν ένας βράχος. Τον έπιασε όπως σε πιάνει μια αρρώστια. Προσπάθησα να τον αγαπήσω και γω. Πολέμησα μ? όλη μου την καρδιά. Θαρρείς και μεγάλωσα μονομιάς.  Μέσα σ? ένα χρόνο η ψυχή μου είτανε κιόλας γριά. Έκανα προσευχές και γύρευα να μου δώσει η Παναγία αγάπη για τον άντρα μου. Έκανα ό,τι μπορούσα να του δώσω δυο παραδιών ευτυχία?Δε βαριέσαι. Τίποτα δεν έκανα?Αισθανόταν αδιάκοπα πως δεν τον αγαπώ.. Πώς δεν τον θέλω? Άπλωνε το χέρι του επάνω μου, και το πετσί μου τραβιόταν πίσω? Αυτό τον εξαγρίωνε μαζί μου. Προσπαθούσα. Όμως μου είταν κάτι αποτροπιαστικό και ακατανίκητο. Είτανε μία αγάπη που τη μπούκωνα με το ζόρι στον οργανισμό  μου, κι αυτός την έβγαζε πίσω. Τότες άρχισε να ζηλεύει. Μου φερνότανε σκληρά. Μια μέρα σήκωσε το χέρι του απάνω μου.

Ο Δρίβας άκουσε σαστισμένος.

-Τόκαμε αυτό;

Κούνησε το κεφάλι της απάνω- κάτω.

-Ναι. Μ? έδειρε? Μ? έδερνε? Κατόπι μετάνιωνε?Έκλαιγε σαν το μωρό, αυτός που μπορούσε να πεθάνει από το πείσμα του για να μην ταπεινωθεί. Έψαχνε τις χτυπησιές, για να τις φιλήσει. Αγκάλιαζε τα πόδια μου και τα χάιδευε? Και δεν αργούσε να ξαναγίνει ο ίδιος. Αποτραβήχτηκα από τον κόσμο, γιατί ζήλευε όλον τον κόσμο και τους υποψιαζόταν όλους. Έγειρα τα παράθυρα, κλείστηκα μέσα στο σπίτι και δεν έβγαινα. Εδώ είναι, έλεγα, η θέση σου. Πρέπει να στυλώσεις το σπίτι σου. Προσπαθούσα να μαντέψω από πού μπορεί να γεννηθεί μια παρεξήγηση, για να την προλάβω. Τίποτα. Όλο τα ίδια. Υπόφερνε περισσότερο σαν δεν έβρισκε τίποτα να μου ψεγαδιάσει. Δε μου συχωρνούσε ούτε τη θλίψη μου. «Αυτός ο ρόλος του θύματος!» έλεγε. Μια ζωή φριχτή. Έφτασα να συλλογιστώ την αυτοχτονία. Ένα μαγκάλι κάρβουνα? Τη θάλασσα? Όλο εκεί ο νους μου?

                                                                                                            ό.π.167-169

 

 

 

Γ. Τόνιωθε πια καθαρά, - και μέρα με τη μέρα πιο έντονα -, πώς η παρουσία της δασκάλας του γινόταν ολοένα και πιο απαραίτητη. Απόφευγε πολλές φορές να τη βλέπει και τυραγνούσε τον εαυτό του με το να αποφεύγει ευκαιρίες νάναι κοντά της. Μόλις βρισκόντανε μαζί, μονομιάς ένιωθε την ατμόσφαιρά της μεθυστική, εύφλεχτη, σα να κυκλοφορούσε γύρω της ένα εμπρηστικό αέριο που δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα. Γινόταν χαρούμενος ή θλιμμένος, αντιδρούσε με υπερβολή στις εντυπώσεις του, κι  η ψυχή του ζούσε μάσα σε μια λεπτότατην έξαψη. Τότες έχανε κάθε εμπιστοσύνη στην αντρίκεια του θέληση, μάλιστα αφηνότανε σε τούτη τη δειλία του με μία γυναικεία ηδυπάθεια, την ηδυπάθεια της ήττας. Πολλές φορές πάλι, οπλισμένος με το πείσμα του να εκτεθεί προκλητικά στη γοητεία της, πήγαινε κοντά της γυρεύοντας μια νίκη για να την προσφέρει στον εαυτό του. Τότε πάσχιζε να τη βλέπει μονάχα σα γυναίκα του Βρανά, μάνα ενός σημαδεμένου πλάσματος. Για τις νίκες αυτές μεταχειριζόταν πολλές φορές άναντρα μέσα. Άρχισε να τις διηγιέται λεπτομέρειες του θανάτου του, αυτός που το λογάριαζε για ντροπή του να μιλεί για περιστατικά του πολέμου. Ένιωθε μια περίεργην ευχαρίστηση να βλέπει τη φρίκη να περνά, άγριο σύννεφο, μέσα στα μάτια της. Έπλεκε με άρρωστην υπομονή γύρω της, σαν ένα μαύρο δίχτυ, το μεγάλο και μυστικό έρωτα του πεθαμένου. Έναν έρωτα σκληρό κι αποκλειστικό, σφυροκοπημένο, σαν πάνω σ? αμόνι, μέσα στην κλειστή και σιωπηλή καρδιά του Βρανά, κρυμμένον με άγρια ζήλια και πείσμα. Δούλευε με μια παράξενην  επιμέλεια σε τούτη την προσπάθεια. Την έκανε να νιώθει τα δεσμά της με τον πεθαμένο όσο μπορούσε πιο ασύντριφτα και ιερά. Αγωνιζότανε να κρατάει μέσα στην ψυχή του αναμμένο ακοίμητα το νεκροκάντιλο του σκοτωμένου φίλου, για να σκορπίζει με την ιερή φλόγα του τα? αδιάντροπα ερωτικά φαντάσματα, που βράζανε μέσα στα υπόγεια του υποσυνειδήτου, σα μια κουβάρα γυμνά σκουλήκια που αναδεύονταν?

Στην αμμουδιά της Πορτάρας φύτρωναν κάτι αγριόκρινα με γλυκιά και μεθυστική μυρουδιά. Τ? αγαπούσε από μικρός και πάντα γιόμιζε απ? αυτά τα χωματένια βάζα της τραπεζαρίας στον Πύργο.

Μια μέρα έκοψε ένα μεγάλο μπουκέτο και το πρόσφερε της Σαπφώς.

-Σας παρακαλώ, της λέει, να το βάλετε μπροστά στη φωτογραφία του.

Άρχισε να το κάνει ταχτικά αυτό. Της τάδινε ο ίδιος ή παρακαλούσε την Αδριανή να της τα πάει. Ο νεκρός ήρθε σιμά, ζούσε τώρα ανάμεσά τους ολοένα και πιο έντονα.

 

                                                                                                            ό.π.236-237

 

 

Δ. Σαν προχώρησαν εκεί που άρχιζε η αμμουδιά, η Αδριανή βάλθηκε να ψάχνει για χρωματιστά βοτσαλάκια?

-Είχα και γω ναι φορά αυτήν τη μανία, λέει η Σαπφώ. Τα είχα μέσα σ? ένα γυαλένιο ρηχό πιάτο και κάθε μέρα τους έβαζα νερό.

Έσκυψε και μάζεψε ένα πετράδι βυσσινί σαν ψηφίδα βυζαντινή. Τόβαλε μέσα στο χέρι της Αδριανής και ξανάπε:

-Είναι, βλέπεις, κι αυτά σαν τα λουλούδια. Μαραίνουνται μόλις τα? αφήσεις χωρίς νερό.

Είταν ένα τίποτα αυτό, όμως συγκίνησε το Λεωνή έτσι ειπωμένο, σαν μια μικρή τρυφερή αποκάλυψη.

Ερχόταν πίσω και δεν χόρταινε να βλέπει τις κινήσεις της. Τη χαιρόταν η ψυχή του σα μιαν οπτική μουσική, που ξετυλιγόταν αδιάκοπα η γραμμή της αρμονίας της, παιχνίδιζε ολοένα πάνω σε κανούργια θέματα, και λίκνιζε γλυκά την αγάπη του. Κατόπι ένιωθε την υποκρισία να κρύβεται κάτω από τούτη την αισθητική εξήγηση και προσπαθούσε να βιάσει τον εαυτό του να δει κατάματα την κατάσταση. Την ν αγαπούσε τούτη τη γυναίκα. Να, αυτό είταν. Να το λέει και να μην ντρέπεται. Κι ας μην τα μασά τα λόγια του. Την αγαπούσε μέσα στο μίσος του από την στιγμή που την αντίκρισε για πρώτη φορά οπλισμένη με την τραγική μάσκα της κοροϊδίας και της ρουτίνας. Και κάτι χειρότερο. Την επιθυμούσε μ? έναν βασανιστικό τρόπο.

 

                                                                                                            ό.π. 289-290

 

Ε. Είταν η πρώτη φορά που άνοιγε ο έρωτας το φλογερό του λουλούδι μπροστά στα έκθαμβα μάτια του. Γιατί να μην έχει το δικαίωμα ν? απλώσει το χέρι του θαρρετά; Με ποιον είχε στήσει τη μάχη που τον παίδευε;  Με τον σκοτωμένο σύζυγο ή με την συνείδησή του; Για, να δούμε. Το πρώτο είταν ένας τραγέλαφος. Άμα κανένας είναι σκοτωμένος παύει νάναι σύζυγος. Αυτό που άλλοτε είτανε Βρανάς, είναι καιρός που διαλύθηκε στα συστατικά του. Το χημικό χωνευτήρι της Φύσης πήρε πίσω τα υλικά του και τα μεταμόρφωσε φυσιολογικά σε νέες συνθέσεις. Κείνο που είτανε Βρανάς έγινε λουλούδι, χλόη, έντομο, φρούτο, αέριο, ασβέτι. Κανένα απ? αυτά βέβαια δεν είχε διάθεση να του διεκδικήσει τη Σαπφώ. Έμενε λοιπόν η συνείδησή του. Μια εσώψυχη νομοθεσία, δημιουργημένη από παλιές συνήθειες, παλιές προλήψεις, παλιές παραδόσεις. «Παλιά ρούχα, παλιά παπούτσια παίρνουμε!» Μια συνείδηση του δέκατου ένατου αιώνα, που της επιτρέπουν να κατοικοεδρεύει και μάλιστα να σηκώνει τον τόνο της φωνής της σ? έναν νέο άνθρωπο του εικοστού αιώνα. Μέσα σ? έναν μεταπολεμικόν άνθρωπο, θετικό και ζωντανόν ως τις άκριες των νυχιώ του. Είταν καιρός να παραμερίσει τα κούφια φαντάσματα που του φράζανε το δρόμο. Η Σαπφώ είταν δικιά του γιατί την αγαπούσε. Ποιος άλλος τίτλος κατοχής πιο έγκυρος μπορούσε λοιπόν να σταθεί μπροστά στον τίτλο της αγάπης;

 

                                                                                                              ό.π. 292

 

ΣΤ. Αυτό λοιπόν είταν η Αγάπη. Το μυθικό άνθος που δεν πίστευε πως μπορούσε πια  να φυτρώσει στη στεγνή  ψυχή του. Τώρα καταλάβαινε ως το βάθος την κραυγή της γυναίκας που τραγούδησε σε τούτο εδώ τ? ακρογιάλι:

?τίναξεν ?μας φρένας

?ρως, ?ς ?νεμος  κατ? ?ρος δρύσιν ?μπεσών!

Είτανε μια φουρτούνα που αναστάτωνε τη θάλασσα ως το βυθό, για να φέρει τη νέα ισορροπία. Ένιωθε να παραδέρνει μέσα στον ανεμοστρόβιλο ανάλαφρος σαν ένα σκουπιδάκι., αφημένος, ευτυχισμένος  σαν ένα σκουπιδάκι που παραδέρνει ψηλά, στα χέρια των αγέρηδων. Είταν ένα δροσερό τριαντάφυλλο που φύτρωνε στα φυλλοκάρδια. Και πάλι είταν η άγρια φωτιά που τρώει τα σπλάχνα και ρημάζει την ψυχή.

Δεν μπορούσε να κρατήσει ακόμη πολύ ετούτη η αμάχη που έστησε με τον εαυτό του. Θάπρεπε να βάλει  κάποια τάξη σε τούτη την τρικυμία, να δώσει μια μορφή στο χάος που τόνε τύλιγε. Να πιάσει να της τα πει.

Να της πει όλα. Να κάτσει να της γράψει. «Αγάπη μου. Να με. Δικός σου. Κανένας πια δε μας χωρίζει. Απόψε τελειώνουν όλα, αρχίζουμε τη ζωή μας από το άλφα. Τη δική μας ζωή. Απόψε θάρθω στο σπίτι σου: Άφησε την πόρτα σου ανοιχτή.» Από κάτω η υπογραφή του: « Λεωνής Δρίβας.» Έτσι ολόγραφτο κι αντρίκειο.

 

                                                                                                           ό.π. 316-317

 

Ζ. Όταν η Αδριανή έτρεξε κ? είπε το νέο στη δασκάλα, αυτή στην αρχή γέλασε. Της φάνηκε σαν κακό χωρατό.

-Δεν αστιεύουμαι, ξαναλέει η κοπέλα. Φεύγουμε την Κυριακή ή τη Δευτέρα?

Τότε πρόσεξε πως η φωνή της έτρεμε λαφριά, και μπόρεσε να καταλάβει. Χλόμιασε μονομιάς.

-Α, έτσι; έκανε μουδιασμένη.

Ένιωσε μιαν αβάσταχτη πεθυμιά να φύγει από το κορίτσι, να πάει να κλειστεί σπίτι της, ν?απομείνει μοναχή, μοναχή, μοναχή με τον εαυτό της. Η αίσθηση του πράγματος την κυρίευε σιγά ?σιγά όλη, σα μια ξαφνική αρρώστια που κλάδιζε μέσα στις κλείδωσες και τις έλυνε τις δυνάμεις. Μιαν αβάσταχτη κούραση. Ένιωσε την ανάγκη να καθήσει και σωριάστηκε στον καναπέ. Το κορμί της είταν ένα φορτιό ασήκωτο?

Η Αδριανή κάθισε κοντά της και της χάιδευε τα χέρια βουρκωμένη. Τότες η δασκάλα έκλεισε σιγά ?σιγά τα ματόφυλλα, κι άρχισε να κλαίει ήσυχα και σιωπηλά. Μια σουβλερή  κεντιά περνούσε την καρδιά της σα μακριά φουρκέτα, μια πικρίλα ανέβαινε και της φαρμάκωνε το στόμα. Μονομιάς τήνε σκέπασε, σύννεφο ασήκωτο, το πένθος μιας εγκατάλειψης. Μια πόρτα είχε ανοίξει μπροστά στην καταραμένη της ύπαρξη, κει που παράδερνε μέσα στο σκοτάδι της αξήγητης ζωής της. Μια πελώρια πόρτα προς το φως και προς τη χαρά. Η ψυχή της σκίρτησε χαρωπά, σαστισμένη από αυτό τ? αναπάντεχο, χωρίς  καν να τολμά να χυμήξει σαν άνεμος, να ορμήσει προς το νέο θάμα. Η ψυχή της γιόμισε ξαφνικά από το γλυκό μυστικό της ζωής, που πρώτη φορά της ξεσκέπαζε το γοητευτικό της χαμόγελο?Ένιωθε την ύπαρξή της ένα κύπελλο αδειανό, που γιόμισε ξαφνικά ξέχειλο, από ακριβό μεθυστικό πιοτό. Η έρημό της άνθισε πέρα για πέρα λουλούδια. Πού είταν τόσα τριαντάφυλλα μέσα της και δεν το έβαζε ο νους της; Πώς μπορούσε μια ασήμαντη κουβέντα νάχει τόσο βάρος μέσα στη ζωή; Μια ματιά, μια μικρή κίνηση του χεριού, ένα λουλούδι, ένα τίποτα; Από πού ερχόταν αυτό; Τι νάταν; Η ευτυχία; Ο έρωτας; Ένα βίαιο κύμα από νιάτα; Μια πνοή Θεού που φυσούσε μέσα στα μαλλιά της; Δεν ήξαιρε. Όμως είταν κάτι αλλόκοτο, χαρμόσυνο, χορευτικό και παράλογο. Κάτι σα μια πηγή που πήδησε και κελάηδησε μέσα της. Σαν ανάβρα και σαν πουλί, σα λάλημα και σα φτεροκόπι. Κι όλα γύρω νάναι τριανταφυλλιά και γαλάζια.

Και τώρα, μόλις τώρα δα, πριν από δυο λεφτά, η μεγάλη πόρτα που άνοιξε προς το φως έκλεινε σιγά-σιγά. «Απαγορεύεται!» Το συντριβάνι του τραγουδιού μαραίνεται, τα φτερά παραλύνουν και το πουλάκι πεθαίνει. Η φαντασμαγορία παίρνει τέλος. Σβήνουν και τα πολύχρωμα φωτάκια.

Κι απομένει πάλι μονάχη με τον πεθαμένο ήρωά της, το πολεμικό καμάρι του Μεγαλοχωριού, ένα ένδοξο πτώμα φορτωμένο στην πλάτη της  για όλη της τη ζωή.

 

                                                                                                  ό.π.326 -328

 

Η. Κρατούσε την κούπα με τα δυο της χέρια μέσα στα μακριά δάχτυλά της. Έπινε σκύβοντας μέσα, διψασμένη στ? αλήθεια, με το κάτω αχείλι βυθισμένο στον άσπρον αφρό. Τα ματόκλαδά της ανοιγόκλειναν  αργά, με το ρυθμό της καταπιάς. Τόνε πρόσεξε να τη θαυμάζει έτσι. Τα μάτια της άνοιξαν πάνω του σταθερά για μια στιγμή, κι αυτός είχε την εντύπωση πάλι πώς είτανε δυο χρυσές στάλες, που φαρδαίνανε, πλαταίνανε και γέμιζαν όλα ένα γύρω, όπως ο χρυσός ουρανός στα βυζαντινά κονίσματα.

Κατέβασε τα μάτια τρομαγμένη. Είτανε κείνος ο ελκυστικός τρόμος που την έπιανε σαν αντίκριζε κατάματα το ζωγράφο. Κάτι σαν ίλιγγος ζαλιστικός μπροστά σ? ένα βάραθρο. Το λαχταρούσε από βαθιά, μ? όλα τα μόρια του κορμιού της, να γκρεμιστεί μέσα στο χάος του, να στροβιλιστεί εξουθενωμένη, με τα μάτια κλειστά, αφημένη ως την τέλεια εξαφάνιση.

                                                                                                    

                                                                                                                          ό.π.344

 

*Στα αποσπάσματα τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.

4
Edv. Munch
Τοφιλί 1897 The Munch Museum Όσλο

Ομάδες εργασίας

 

Οι βιογράφοι -εργογράφοι

 

α. Αφού ανατρέξετε στις διευθύνσεις που σας δίνονται, να συνθέσετε με το δικό σας λόγο ένα κείμενο για  τη ζωή και το έργο του Στράτη Μυριβήλη.

β. Να παρουσιάσετε σύντομα το περιεχόμενο των άλλων δύο μυθιστορημάτων του Στράτη Μυριβήλη «Η  ζωή εν τάφω» και  «Η Παναγιά η Γοργόνα»,καθώς και της νουβέλας « Ο Βασίλης ο Αρβανίτης».

Βιβλιογραφία

Η ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΜΟΣ ΣΤ΄ ΕΚΔ. ΣΟΚΟΛΗ σσ. 96-183

Διαδίκτυο

http://www.biblionet.gr/author/845/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AE%CE%BB%CE%B7%CF%82

 

http://stratis-myrivilis.weebly.com/betaiotaomicrongammarhoalphaphiiotakappaomicron.html

 

Οι ιστορικοί

 

α. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Μυτιλήνη, μετά το πέρας της μικρασιατικής εκστρατείας(1919-1922).Να παρουσιάσετε τα κυριότερα σημεία της και την κατάληξή της.

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL106/282/2017,6875/

Βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΕ΄ Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. σσ. 116-.133, 172- 233

 

Οι ψυχολόγοι

 

α. Ποια είναι τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα στα αποσπάσματα που σας δόθηκαν και ποιες οι κύριες ιδιότητές τους;

β. Ποια τραυματικά βιώματα κουβαλά η Σαπφώ  και γιατί τα εξομολογείται στα δυο αδέλφια, την Αδριανή και τον Λεωνή, στο δεύτερο απόσπασμα;

γ. Πώς διαγράφεται η συζυγική σχέση της Σαπφούς με τον Βρανά μέσα από την αφήγησή της στο δεύτερο απόσπασμα;

δ. Ποια διλημματική και βασανιστική κατάσταση αντιμετωπίζει ο Λεωνής και γιατί; Πώς την αντιμετωπίζει στο τρίτο απόσπασμα;

ε. Τι σήμαινε για τη Σαπφώ η αναχώρηση του Λεωνή;

στ. Πώς βιώνουν τον έρωτα οι δύο πρωταγωνιστές; Πού στηριχτήκατε για την απάντησή σας;

 

Οι κοινωνιολόγοι

 

α. Πώς αντιμετωπίζει ο ανδρικός περίγυρος τη νεαρή δασκάλα και χήρα του ανθυπολοχαγού Βρανά στα πλαίσια της  μικρής τους  επαρχιωτικής κοινωνίας; Τι δηλώνει ο χαρακτηρισμός «κοντέσσα» που της αποδίδουν;

β. Ποιες παγιωμένες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις εμποδίζουν το Λεωνή να αποδεχθεί και να εκφράσει την αγάπη του στη Σαπφώ, στο πέμπτο απόσπασμα; Επιζούν αυτές σήμερα;

 

Οι ερωτευμένοι

 

α.  Να υποδυθείτε τα κορίτσια τη Σαπφώ και τα αγόρια τον Λεωνή και να γράψετε ένα ποίημα για τον/την αγαπημένο/η σας.

β. Ποιο τέλος θα θέλατε να δώσετε στην ιστορία; Συνεχίστε από το τελευταίο απόσπασμα με λογοτεχνικό ύφος. Διαβάστε κατόπιν το τέλος του μυθιστορήματος.

 

Οι κριτικοί της λογοτεχνίας

 

α. Να εκτιμήσετε τη λογοτεχνική γραφή του Στράτη Μυριβήλη. Να χαρακτηρίσετε, δηλαδή, το ύφος και τη γλώσσα του προσέχοντας ιδιαίτερα τους εκφραστικούς τρόπους και τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί.

β. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος έγραψε το 1943 πως ο Μυριβήλης είναι ένα κράμα ρεαλισμού και λυρισμού. Επαληθεύεται αυτή κρίση στα αποσπάσματά μας; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

scroll back to top
 


Writing