Οργάνωση

Albanian Bulgarian English French German Italian Japanese Russian Spanish Ukrainian
Τελευταία Ενημέρωση
30-06-2021 10:29

   

    ? Το Σχολείο:  timoni

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

ossf


Designed by:
kou_vas kou_vas under danemm ordering

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ: Γιώργου Ιωάννου " +13-12-43" Εκτύπωση
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Γ΄)
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού   
Τρίτη, 18 Φεβρουάριος 2014 15:23

Γιώργου Ιωάννου  +13-12-43

1
Ο τόπος της θυσίας

Γνωριμία με το συγγραφέα

http://www.serrelib.gr/eisigisi2_8.html

 

Μια απόπειρα προσέγγισης

1. Να προσέξετε τον τίτλο του αφηγήματος. Που παραπέμπει ο σταυρός μπρος από την ημερομηνία;

Στα μαρτυρικά Καλάβρυτα, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, συντελέστηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με περισσότερους από 800 νεκρούς - όλος ο ανδρικός πληθυσμός πλην 13 που επέζησαν από τα τραύματά τους κατά την εκτέλεση. Σπίτια λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, 65 από τα συνολικά 70 της πόλης, εκατοντάδες μάτια γυναικών και παιδιών είδαν μία καταστροφή που έμελλε να μην ξεχάσουν ποτέ.

2. Αφού διαβάσετε το διήγημα να εντοπίσετε τη χρονική απόσταση ανάμεσα στον τίτλο και την αφήγηση.  Γιατί, κατά τη γνώμη σας, απουσιάζει η αναφορά του χώρου; Που απαντάτε αυτή για μία και μοναδική φορά;

3. Να εξηγήσετε την επιφανειακή ταφή του νεαρού παιδιού και την αργοπορία της εκταφής του από τα αδέλφια του, αφού διαβάσετε τη μαρτυρία που σας δίνεται.

?Το θείο μου τον θάψαμε μ? ένα σκερπάνι. Δεν ξέρω που το βρήκαμε. Λογικά θα μπήκαν και θα τα πήραν από κάποια χωράφια. Σκάβαμε και με τα νύχια μας. Μπορεί να ξεκινούσες με κάποιο εργαλείο, όμως μετά στο άρπαζαν για να σκάψουν και οι άλλοι. "Έλα να βοηθήσεις", σου έλεγαν. Εμείς είχαμε έναν νεκρό. Άλλοι είχαν τρεις να θάψουν. Σκάβανε και τους έβαζαν δίπλα, δίπλα. Εγώ με τη θεία μου τσακωνόμασταν γιατί του άφησε το παλτό. Και μετά δεν μπορούσαμε να του το βγάλουμε. Τσακωνόμασταν για ένα παλτό. Τον ακουμπήσαμε κάτω. Δεν τολμούσαμε να του ρίξουμε χώμα στο πρόσωπο. Είναι πολύ φριχτό. Τον σκεπάσαμε με χώμα μέχρι το λαιμό. Στο πρόσωπο δεν του ρίχναμε με τίποτα. Η θεία μου έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της και του σκέπασε το πρόσωπο. Κόψαμε και κάτι κλαράκια τα ρίξαμε από πάνω. Έτσι γρήγορα, για να τελειώσουμε και να βοηθήσουμε κάποιους διπλανούς. Μετά επιστρέψαμε στο κέντρο. Περπατήσαμε ανάμεσα στα καμένα. Κατεβήκαμε από το νεκροταφείο, διασχίσαμε την πρώην αγορά. Είδαμε τα καμένα σπίτια, τα καμένα μαγαζιά, στην πλατεία τα τύμπανα της φιλαρμονικής σκορπισμένα και καμένα. 

                                                                                               Μαρτυρία Νίκα Φραντζέσκας

4. Τι νομίζετε πως είναι εκείνο που καθιστά κατανυκτική και ιερή την ατμόσφαιρα της εκταφής παρά την απουσία ιερέα;

5. Ποια συναισθήματα γεννά η εκταφή στον αφηγητή και σε σας; Σκεφτείτε πως πρόκειται για ένα σχεδόν συνομήλικό σας παιδί  που εκτελείται κατά την εφαρμογή μαζικών αντιποίνων από τους Γερμανούς, χωρίς να έχει εμπλακεί πουθενά.

6. Πως λειτουργεί το μοιρολόι που αναθυμάται ο αφηγητής  στο πεζογράφημα; Δηλώνει κάτι η άγνοια  της μελωδίας του;

Εδώ αξίζει τον κόπο ν?ανοίξουμε μία παρένθεση και να αναφερθούμε στους Καλαβρυτινούς μαστόρους που μνημονεύουν οι τρεις πρώτοι στίχοι αυτού του δημοτικού τραγουδιού. Να ξέρετε ότι τα Καλάβρυτα, μαζί με τα Λαγκάδια Γορτυνίας, ήταν τα μαστοροχώρια της Πελοποννήσου, με τις περίφημες, πλανόδιες μαστορικές κομπανίες.

Παρόμοιες αναφορές απαντάμε και  σε άλλα  δημοτικά μας τραγούδια. Στο πρώτο, η κόρη που προαισθάνεται το θάνατο της, παραγγέλλει στον γραμματικό της να γράψει στους καλαβρυτινούς μαστόρους να της φτιάξουν τον τάφο:

Γραμματικέ μου γλήγορε και κοσμοξακουσμένε,

πιάσε και γράψε νια γραφή σε τρεις μεριές καημένη

και στείλ' τη στα Καλάβρυτα που 'ν' οι παλιοί μαστόροι.

«Μαστόροι καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες

για πελεκάτε μάρμαρο, της κόρης το κιβούρι».

Στο δεύτερο, ο ανώνυμος τραγουδιστής απευθύνεται στους Καλαβρυτινούς μαστόρους που έφτιαχναν το γεφύρι του Ευρώτα:

Μαστόροι καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες

μαστόροι μην παιδεύεστε και αδικοτυραννιέστε,

αν δε στεριώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει,

του πρώτου γιου τον μάστορη, του γιου του τη γυναίκα.

Κι όλα αυτά γιατί, όπως λέει ο Bliss Carmann: "Ανάθεσέ μου μια δουλειά όπου μπορώ να βάλω ένα κομμάτι του εαυτού μου και δεν είναι δουλειά, είναι τέχνη!"

7. Το πεζογράφημα χωρίζεται σε δύο ενότητες που καθεμιά  παρουσιάζει μια στάση ζωής, έναν διαφορετικό τρόπο βίωσης της παράδοσης και προσέγγισης του ιστορικού παρελθόντος στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Να παρουσιάσετε τις στάσεις αυτές και να χαρακτηρίσετε  τη σχέση τους, καταγράφοντας λέξεις και φράσεις που δηλώνουν ιερότητα απ?τη μια, βεβήλωση απ? την άλλη.

8. Γράφει στην πρώτη περίοδο της δεύτερης ενότητας ο Ιωάννου:  «Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο». Να εντοπίσετε τις λανθάνουσες αντιθέσεις της περιόδου και τις προσημάνσεις τους.

9. Να συγκρίνετε τη στάση των γυναικών στο αφήγημα? της αδελφής του νεκρού και των γυναικών που επισκέφθηκαν το χώρο της θυσίας. Σκεφτείτε πως αντιμετώπιζαν παλαιότερα το θάνατο και βίωναν το πένθος οι απλές γυναίκες της επαρχίας και πως οι αστές μορφωμένες. Άλλαξε η στάση των πρώτων σήμερα και γιατί;

10. Να εξηγήσετε ιδιαίτερα γιατί τα οστά και το κρανίο του παιδιού αποπνέουν ιερότητα και περιβάλλονται με αγάπη από  τους οικείους του,  προκαλούν όμως αποτροπιασμό στους επισκέπτες.

11. Να προσέξετε τα σχόλια του αφηγητή για τον λόγο που εκφωνήθηκε και τις εφημερίδες  που έδωσαν οι επισκέπτες, για να σκεπαστούν τα οστά, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Γιατί άραγε;

12. Ποιες διαφορετικές τοποθετήσεις απέναντι στην εθνική αντίσταση διαφαίνονται στο πεζογράφημα από τα σχόλια των επισκεπτών;

13. Ποια σημεία της αφήγησης ζωντανεύουν το κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και που φαίνεται ιδιαίτερα ο ιδεολογικός της διχασμός;   

14. Γιατί ο αφηγητής αποστρέφεται με βδελυγμία τους «μορφωμένους»  επισκέπτες και αποζητά τους λαϊκούς ανθρώπους στο τέλος του αφηγήματος;

15. Τι νομίζετε ότι θα μετέφεραν (ποιες εντυπώσεις) οι επισκέπτες των Καλαβρύτων στους οικείους τους, επιστρέφοντας στον τόπο τους μετά την τέλεση ενός τυπικού καθήκοντος;

16. Τι θα είχατε να πείτε εσείς σήμερα πάνω στον τάφο του δεκαεξάχρονου παιδιού; Αφιερώστε του λίγες γραμμές με τις σκέψεις σας. Δανειστείτε τους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου από το Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή και συνεχίστε.

 Πάνω στ? χ?μα τ? δικό σου λέμε τ? ?νομά μας.
Πάνω στ? χ?μα τ? δικό σου σχεδιάζουμε το?ς κήπους
κα? τ?ς πολιτε?ες μας
Πάνω στ? χ?μα σου ε?μαστε.

17. Γράφει ο Παναγιώτης Μουλλάς: Σκάβοντας αδιάκοπα μέσα του δίχως έλεος, τρίβοντας το δέρμα του πάνω στα πράγματα και μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, ο Ιωάννου ανοίγει έναν δρόμο μέσα από τις πληγές του.

Σε ποια σημεία του πεζογραφήματος θεωρείτε πως επαληθεύεται αυτή η κρίση;

18. Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Ιωάννου, να αναφερθείτε στο ρόλο του προσωπικού βιώματος  στη λογοτεχνική γραφή του και  να διαγνώσετε τις προθέσεις του από αυτήν την έκθεση των προσωπικών βιωμάτων.

Απόσπασμα από συνέντευξη του Γ. Ιωάννου στο περ. Διαβάζω, αρ.9 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1977):

Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του? Στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από τον οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από κει έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει πάλι με βιωμένα στοιχεία.

Κατόπιν, στη Λέξη, αρ. 39 (Νοέμβριος 1984):

Σίγουρα απεχθάνομαι τις «ιστοριούλες» που βλέπω να περνιούνται για λογοτεχνία και μάλιστα μοντέρνα. Δεν έχουν ζουμί και δεν χωράνε πολλά πράγματα σ?αυτές. Αρέσκομαι  στο πολύπτυχο «πεζογράφημα». Αυτό που περιέχει όλα τα είδη, που είναι και δοκίμιο και χρονικό και σχόλιο πάνω στις ιστορίες που εννοούνται.



Παράλληλα κείμενα ? Θέματα για συζήτηση

1. Τα Καλάβρυτα ανήκουν στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της πατρίδας μας. Στο ίδιο Δίκτυο, ανήκουν τα γειτονικά μας Κερδύλλια στο Ν. Θεσσαλονίκης και οι κοντινές κοινότητες Χωριστής και Δοξάτου στο Ν. Δράμας. Έχετε επισκεφθεί τους τόπους αυτούς ή έχετε ακούσει κάτι σχετικό;

2. Διαβάστε τη μαρτυρία  του επιζώντος από το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, Νίκου Φερλελή και προσπαθήστε να ανιχνεύσετε τα συναισθήματα και τις σκέψεις  του ως μελλοθάνατου, όπως κάνει και ο Ιωάννου στο πεζογράφημά μας.

?Εκεί που καθόμασταν στη λάκκα [το μέρος που είχαν συγκεντρώσει τους άντρες] όλοι οι άντρες, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε. Και μόλις έπεσαν οι φωτοβολίδες, άρχισαν να μας "θερίζουν" με τα μυδράλλια. Όταν πέσαμε όλοι, πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ' έναν-έναν έδιναν τη χαριστική βολή. Εγώ είχα μείνει ζωντανός. Δυο αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου. Μιαμιάμισυ ώρα είχε κρατήσει η εκτέλεση κι άλλες δυο και περισσότερο η χαριστική βολή. Είχα ένα γείτονα που ζούσε ακόμα και μου λέει: έρχεται η σειρά μας. Εμένα είχε πιαστεί, η αναπνoή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας, δίνουν δυo πιστoλιές στο γείτονά μου, στο κεφάλι - τον αποτέλειωσαν. Πετάχτηκαν τα αίματά του απάνω μου. Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου δίνουν μια πιστολιά, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο. Λέω - πάλι τη γλύτωσα. Δεν πέθανα. Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ' το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια πιστολιά. Να εδώ, στην κoρφή. Έμεινα για λίγο αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Τέλος φύγανε. Ανασηκώθηκα τότε ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί ερχόταν η μάνα μου. Μου λέει - πού είναι οι άλλοι; Είχα άλλα δυο αδέρφια, το Βασίλη και τον Κίμωνα. Bρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον άλλον σκοτωμένους. Έφυγα από κει, και θυμάμαι πάταγα μέσ' στο αίμα και το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Το αίμα κύλαγε ποτάμι, είχε φτάσει ως κάτω στο δρόμο ... »

(Π. Ανταίος, Μαύρη Βίβλος της Κατοχής, Αθήνα 1999)

2
Καλάβρυτα: Χαρακτικό από παράνομο λεύκωμα της Κατοχής

 

3. Γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του «Πάντα πλήρη θεών»

Και αναρωτιέμαι μήπως δε με συγκινούν περισσότερο άνθρωποι άλλων χρόνων, που οι γνώσεις τους μπορεί να έφερναν σήμερα θυμηδία, αλλά που είχαν αισθήσεις πιθανότατα πιο κοντά στην ισορροπία που θα λαχταρούσα να έβλεπα κάπου-κάπου στις ψυχές των τριγυρινών μου.

Ο ένας που έτυχε να έχω στο νου, είναι ένας αγράμματος Έλληνας των αρχών του περασμένου αιώνα. Τα λιγοστά γράμματα που ήξερε, τα είχε μάθει στα τριανταπέντε του χρόνια για να γράψει Απομνημονεύματα, πασίγνωστα σήμερα. Μιλά, καθώς το σημειώνει, σε κάτι στρατιώτες, προς το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, που γύρευαν να πουλήσουν σε "Ευρωπαίους" δύο αρχαία αγάλματα· τους λέει: "Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε". Μνημόνευα τον Μακρυγιάννη (Β΄303).Τα λόγια του δεν είναι ρητορείες σοφολογιότατου. Λέγουνται από έναν άνθρωπο που ήξερε, καθώς το μαρτυρά η ζωή του και το βάρος της λαλιάς και το βάρος του πόνου.

Ο άλλος είναι ένας μωαμεθανός ταξιδιώτης σπουδαγμένος στη δική του παράδοση (γεννήθηκε στην Πόλη) και απηχεί, δεν ξέρω ως ποιό βαθμό, τα όσα άκουσε στις περιπλανήσεις του. Τ' όνομά του Εβλιά Τσελεμπή· ταξίδεψε και στην Ελλάδα κατά το 1667 [...]

Όσο και να φαίνεται παιδικά χαμηλή η επιστημονική στάθμη και του Έλληνα και του Τούρκου, βρίσκω πως μαρτυρούν και οι δυο τέτοιο σεβασμό και συγκίνηση γι' αυτά τα πράγματα, που δύσκολα τον συναντούμε στον υπερεπιστημονικό καιρό των μηχανικών αυτοματισμών που ζούμε.


α. Να συγκρίνετε τη στάση του Σεφέρη με τη στάση του Ιωάννου απέναντι στους απλούς, λαϊκούς ανθρώπους και τους μορφωμένους.

Και συνεχίζει παρακάτω:

Με άλλα λόγια, χρειάζεται, νομίζω, μια πίστη σ' αυτά τα αρχαία σημάδια μέσα στο τοπίο τους· η πίστη πως έχουν δική τους ψυχή. Τότε θα μπορέσει ο προσκυνητής - πρώτη φορά τον ονομάζω έτσι - να πιάσει ένα διάλογο μ' αυτά. Όχι μέσα σε τουριστικά πλήθη ποικιλότροπα αναστατωμένα, αλλ' αν μπορώ να πω: μόνος, καθρεφτίζοντας την ψυχή που διαθέτει, στην ψυχή αυτών των μαρμάρων μαζί με το χώμα τους. Μπορεί να γίνομαι συμβουλάτορας αιρέσεων, όμως δεν μπορώ να χωρίσω το ναό του Δελφικού Απόλλωνα από τις Φαιδριάδες ή την κορυφογραμμή της Κίρφης. Ευτυχώς η γη μας είναι σκληρή, οι πρασινάδες της δε σε πλαντάζουν, τα χαρακτηριστικά της είναι βράχια, βουνά και πελάγη. Κι έχει ένα τέτοιο φως. [...]

β. Προσέχοντας εδώ τη βαρύτητα που έχουν οι λέξεις πίστη και προσκυνητής, να συσχετίσετε την προσέγγιση των αρχαίων μνημείων που προτείνει ο Σεφέρης με αυτήν που εμμέσως προβάλλει ο Ιωάννου, αποδοκιμάζοντας τη στάση των επισκεπτών- τουριστών στον ιερό τόπο του μαρτυρίου.

4.Να διαβάσετε το διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη «΄Ετσι ήτανε» από τη συλλογή «Μεγάλα Χρόνια» και να συγκρίνετε τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τα πρόσωπα τα αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα.

Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις ? σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν? αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα ? Σάββατο Λαζάρου:

Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα? Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή ? μήτε ο θεός να δώση:
Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά ? του κάκου:

Μα του μικρού τ?αγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.
-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:
-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι?

-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ? τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.
-Έφτασα: Τ? άρματά μου:

Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.
Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ? αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ? άρματα κρατούν ? και ρίχνουν:

Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη ?πώς ήτανε? ? κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.
Βρίσκεται με τ?αγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν? ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή?
-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.

Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ? αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

-Να, ωρέ, έτσι ήτανε:

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.

scroll back to top
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 18 Μάρτιος 2015 22:09
 
?? Επιστροφή


Writing