30-06-2021 10:29
Μαζί μας είναι...
Πρόσφατες δημοσιεύσεις
Designed by: |
kou_vas under danemm ordering |
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ: Γιώργου Σεφέρη «Τα τρία κρυφά ποιήματα» |
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Α΄) | |||||||
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού | |||||||
Σάββατο, 13 Απρίλιος 2013 08:30 | |||||||
Γιώργου Σεφέρη «Τα τρία κρυφά ποιήματα» Ο ποιητής ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)Ο Γιώργος Σεφέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου) και τον Άγγελο.
Μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Σεφέρης τέλειωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο. Από το 1918 ως το 1924 έζησε στο Παρίσι όπου σπούδασε νομικά και ήρθε σε επαφή με τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνική παραγωγή. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στο Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Παράλληλα με την ποίηση ξεκίνησε και η μακρά διπλωματική και ευρύτερα πολιτική του καριέρα. Από το 1926 έως το 1969 υπηρέτησε την Ελλάδα ως διπλωμάτης στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Αλβανία, την Τουρκία, τον Λίβανο. Κορυφαία θέση, αυτή του πρέσβη της Ελλάδας στο Λονδίνο από το 1957 έως το 1962.
Η χούντα των συνταγματαρχών το 1969 έπαυσε τον Σεφέρη από πρέσβη επί τιμή και του στέρησε το διπλωματικό διαβατήριο, έπειτα από δήλωση που έκανε εναντίον της δικτατορίας.
Ο Γιώργος Σεφέρης, κύριος εκπρόσωπος της γενιάς του ?30, στάθηκε πρωτοπόρος στη διαδικασία της ποιητικής αλλαγής, στο πέρασμα από την παράδοση στο μοντερνισμό. Πιο συγκεκριμένα:
Χαρακτηριστικά της ποίησής του: Συμβολισμός, στοιχεία λυρισμού, πυκνά νοήματα, σοβαρή βαθυστόχαστη διάθεση, απλή δημοτική γλώσσα, λιτά εκφραστικά μέσα, έντονος προβληματισμός, συχνή προσέγγιση δραματικού στοιχείου. Γενικά η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι χαρούμενη· είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. Έχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμη του Έλληνα· με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν τον οδηγεί στην καταστροφή. Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προστατεύει από τη διάλυση και το μηδενισμό.
Οι σημαντικότεροι λογοτεχνικοί του σταθμοί: «Στροφή» (1931), «Στέρνα» και «Μυθιστόρημα» (1932), «Θ.Σ.Έλιοτ» (1936), «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α», «Ποιήματα 1», «Τετράδιο Γυρισμάτων 1928-1937» (1940), «Χειρόγραφο» (1941), «Δοκιμές», «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β», «Ερωτόκριτος», «Κίχλη» (1946). Ο Σεφέρης συνήθιζε να προλογίζει ή να μεταφράζει εκδόσεις άλλων λογοτεχνών, όπως του Κάλβου, του Καβάφη του Έλιοτ, του Ελυάρ με τον οποίο συνδέθηκε και φιλικά. Το 1949 εκδόθηκε η μετάφρασή του σε ποιήματα του Έλιοτ με τίτλο «Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα». Επηρεασμένος από τα ταξίδια του στην Κύπρο και τη διπλωματική του ανάμειξη με το Κυπριακό έγραψε και τα «Ποιήματα για την Κύπρο» (1954), «Κύπρον ο? μ??θέσπισεν» (1955), «Άσμα Ασμάτων», «Αντιγραφές» (1964), «Τρία κρυφά ποιήματα» (1965), «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» (1966), «Επί ασπαλάθων» (1971). Άπειρες υπήρξαν οι βραβεύσεις του με κορυφαίες, το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963) και τις αναγορεύσεις του σε επίτιμο διδάκτορα των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ (1960), Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης (1964). Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα μοιάζουν με μια τριλογία όπου όμως το δράμα παίζεται σε ανθρώπινο επίπεδο μακριά από τους αισχυλικούς ήρωες, θεούς και ημιθέους, στο ύψος μιας λιτής εξομολόγησης, λιτής όπως η αρχαϊκή τέχνη. Η σύνθεση αυτή είναι το τελευταίο μεγάλο έργο του Γ. Σεφέρη, απόσταγμα μιας μακράς εμπειρίας και, όπως άλλωστε και όλο το προηγούμενό του, αποτέλεσμα «μιας τέχνης ταπεινής» και, από την άποψη της γλώσσας, χωρίς «μαλάματα», θέση που υποστήριζε πάντα ο ποιητής. Η φωνή του Σεφέρη ηχεί σαν ένας απαλός ψιθυρισμός αντίθετος με τη «διαπασών» του καιρού· είναι κι αυτός ένας τρόπος αντίστασης στο ρεύμα του χρόνου που τρέχει και μια απόσταση από την κραυγαλέα πραγματικότητα γύρω του? Τα δύο πρώτα μέρη της συλλογής αποτελούνται από εφτά ποιήματα το καθένα και το τρίτο από δεκατέσσερα. Διασώζεται έτσι ο ιερός τρία και ο εφτά που, όπως λέει ο Νάσος Βαγενάς, είναι «σύμβολο της τάξης έπειτα από το χάος και της δημιουργίας του κόσμου»? Εκτός από την ελλειπτικότητα, η οποία απόλυτα χαρακτηρίζει τα ποιήματα, πρέπει να αναφερθεί ότι δε λείπει η μουσικότητα του στίχου, ο κρυμμένος στο βάθος ρυθμός, η ελεύθερη έκφραση, η αποσπασματικότητα και η ερμητικότητα που πολλές φορές καθιστούν επίπονο έργο την επικοινωνία, καθώς και η χαλαρή σύνδεση των μερών μεταξύ τους, ενώ συχνή είναι η παύλα στο τέλος ενός στίχου, σε σημείο που η παύση και τα διάκενα σιωπής να είναι υπαινικτικότερα από το λόγο, ή να αφήνεται διάχυτη η εντύπωση ότι η σιωπή συνεχίζει μια μισοτελειωμένη κουβέντα. Κάθε ενότητα έχει το δικό της επιμέρους τίτλο, σημείο καθοδηγητικό για την ερμηνεία· και κάθε ποίημα φαίνεται, όχι όμως πάντα, εξέλιξη του θέματος του προηγούμενου και προετοιμασία για το επόμενο. Παρ?όλα αυτά, το έργο Τέχνης, όσο κι αν νομίζει κανείς ότι το πλησιάζει, διαφεύγει. Διατηρεί το μυστικό του, ασκεί τα δικαιώματά του, αναδιπλώνεται. Η δική μας προσπάθεια καταντά σαν του Σίσυφου, από την άποψη ότι δεν απελπιζόμαστε. Γιατί η Ποίηση είναι σαν τη θάλασσα· κι από το να μην κολυμπήσει κανείς, είναι προτιμότερο, έστω και χωρίς όργανα, να επιχειρήσει μια όποια πλεύση, έστω και «ξυλάρμενος», αποτολμώντας τον κίνδυνο. Την Ποίηση, όπως και τη θάλασσα, δεν μπορεί κανείς να την εξαντλήσει, μπορεί όμως να την αρμενίσει. Απόσπασμα από τον πρόλογο Το ποίημα που θα δούμε εμείς, είναι το έκτο στη σειρά και ανήκει στη δεύτερη ενότητα, που έχει τον τίτλο «Επί σκηνής» και παραπέμπει σε θεατρικά δρώμενα. ΣΤ΄ Πότε θα ξαναμιλήσεις; Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί. Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ? άστρα που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός όπως εκείνα. Αλλά που θα είσαι τη στιγμή που θα ?ρθει εδώ σ? αυτό το θέατρο το φως;
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Ο αστερισμός του Σκορπιού
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Δύο βασικά ερωτήματα, που σχετίζονται με το χρόνο και τον τόπο, μένουν μετέωρα στο ποίημα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αποκάλυψη της αλήθειας, η απάντηση σ? αυτά θα γίνει με το φως. Φως, λόγος και αλήθεια ταυτίζονται. Το πρώτο ερώτημα προϋποθέτει ένα διάστημα σιωπής. Η σιωπή συμπληρώνει το λόγο και είναι κάποιες φορές πιο εύγλωττη από αυτόν. Στο δεύτερο στίχο του ποιήματος ο ποιητής δείχνει τη συνέχεια της πνευματικής μας κληρονομιάς. Μέσα από το σχήμα της παρομοίωσης και τον Ενεστώτα που δηλώνει συνέχεια και επανάληψη, τονίζεται ο αιώνιος χαρακτήρας αυτής της κληρονομιάς. Η αναλογική σκέψη που ακολουθεί είναι παρήγορη: τίποτα δεν χάνεται· απλά αλλάζει μορφή. Και οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν στο πέρασμά τους το πνευματικό τους αποτύπωμα. Τα λόγια λοιπόν είναι οι άνθρωποι, είναι τα παιδιά, είναι η αιωνιότητα, που δεν υπόκειται σε φθορά. Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα ρήματα-σπέρνουνται, ριζώνουν, θρέφονται. Στις Δοκιμές του γράφει ο ποιητής: «?οι γενεές φυτρώνουν και σωριάζονται σαν τα φύλλα και τα έθνη σβήνουν από το πρόσωπο της γης· η τέχνη μένει». Στην υποθετική απάντηση που δίνει ο ποιητής (αρχίζει και τελειώνει με ένα ίσως), κατονομάζονται οι αστερισμοί που μπορούν να μιλήσουν και που ίσως ο ποιητής μπορεί να διαβάσει, παρά τη γύμνια του. Τα άστρα λοιπόν είναι αυτά που έρχονται σε άμεση επαφή μαζί του και μιλάνε με το λόγο του. Αυτός ο λόγος είναι σιωπή, ομιλία του αέρα, μυστική επικοινωνία με το σύμπαν. Οι αστερισμοί είναι τρεις με ιδιαίτερη θέση στην ελληνική μυθολογία και θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβολίζουν την αρχή, το τέλος και τη μέση της ζωής. Τη γέννηση, την ακμή και το θάνατο. Αυτή είναι η αμετάκλητη πορεία της ζωής, που καθώς επικοινωνεί μυστικά με το σύμπαν, ο ποιητής αντιλαμβάνεται. Στους δύο τελευταίους στίχους ο ποιητής δηλώνει τον τόπο μιας επικείμενης συνάντησης, επί σκηνής, στο θέατρο με τη σιγουριά της παρουσίας του φωτός από το οποίο απορρέει μια ελπίδα, μια παρηγοριά για το μέλλον, που φαίνεται βουβό και σκοτεινό. Η σκηνή που θα φωτιστεί το θέατρο από το φως, είναι η στιγμή, που κατά τον Έλιοτ, θα ενωθεί το παρελθόν και το παρόν με το μέλλον. Το φως έχει μια ιδιαίτερη θέση στην ποίηση του Σεφέρη. Γράφει ο ίδιος: «Έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση? Τι να γίνει πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως?Και το φως δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει».
|
|||||||
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 13 Απρίλιος 2013 14:26 |
?? Επιστροφή