Οργάνωση

Albanian Bulgarian English French German Italian Japanese Russian Spanish Ukrainian
Τελευταία Ενημέρωση
30-06-2021 10:29

   

    ? Το Σχολείο:  timoni

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

ossf


Designed by:
kou_vas kou_vas under danemm ordering

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ: "Το καμίνι", του Αλ. Παπαδιαμάντη Εκτύπωση
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Α΄)
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού   
Τετάρτη, 02 Ιανουάριος 2013 18:16

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 1851-1911

Τ?? ?μοί, ?νόσω ζ? κα? ?ναπνέω κα? σωφρον?, δεν θ? παύσω πάντοτε, ?δίως δ? κατ? τάς πανεκλάμπρους ταύτας ?μέρας, ν? ?μν? μετ? λατρείας τ?ν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' ?ρωτος τ?ν φύσιν κα? να ζωγραφ? μετ? στοργ?ς τ? γνήσια ?λληνικ? ?θη.

Να αναζητήσετε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη.

1

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Νίκου Εγγονόπουλου

 «Γυναίκες της προσμονής και του καημού» Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η ιερότητα του εσωτερικού τοπίου Άγγελου Μαντά (για μια απλή ανάγνωση)

Δυσκολευόμαστε να απεικάσουμε τις γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Είναι η εκτυφλωτική ανταύγεια της λαμπερής σκέψης στη μέση, είναι οι αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις στα πρόσωπά μας, οι πούδρες και τα ψιμύθια, το λαδωμένο λιόκαμα των γυμνωμένων μελών.

Δυσκολευόμαστε ν? ακούσουμε τις γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι μονάχα η ηλεκτρονική ηχορύπανση, δεν είναι ο απόηχος των ατελείωτων ρυθμικών απαιτήσεων, μήτε οι όχλοι γενικώς, που υπερβαλλόντως θορυβούν. Είναι το βουητό πάνω απ? όλα της ανθρωπιστικής πλημμυρίδας, είναι οι Σειρήνες των νέων αυτονόητων.

Θαμπωμένοι από τα έξω μεγάλα, αρνούμαστε να πιστέψουμε πως κάποτε τα μεγάλα ήταν και μέσα. Μπορεί να γνωρίζουμε ψυχανάλυση, κοινωνιολογία και θεωρία της λογοτεχνίας. Στέκουμε όμως ουσιαστικά αμήχανοι μπροστά σε έργα και ιδίως σε πρόσωπα  όπως τα παπαδιαμαντικά.

?Γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Κορίτσια σεμνά και όμορφα. «Τα ωραιότερα θηλυκά πλάσματα του έργου του είναι σφραγισμένα για να πεθάνουν· και πολύ περισσότερο απ? την αρρώστια, από το κακό ριζικό ή απ? τα μαγικά, είν? ο Θεός που τ? ανακαλεί από τον κόσμον τούτον?», γράφει ο Τέλλος Άγρας. Δεν είναι τούτη η καταστατική σύμβαση του ρομαντισμού; Και όμως ο Παπαδιαμάντης υπερβαίνει τη ρομαντική ευκολία με τον ιδιαίτερο, το θεολογικό του ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός διαχειρίζεται το θάνατο. Τον κάνει πηγή επιδερμικής συγκίνησης ή, στην καλύτερη περίπτωση, μέσον για την αυτοαναφορική όσο και ψευδαισθητική ανάδειξη του υποκειμένου. Ο θεολογικός ρεαλισμός υπερβαίνει το θάνατο. Υπερβαίνει, για την ακρίβεια, το φόβο του θανάτου: «δεν υπάρχει θάνατος, ο φόβος του μονάχα», όπως το είχε πει- αν δε λαθεύω- και ο Ταρκόφσκι.

2

Χαρακτικό Βάσως Κατράκη

Γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Γερόντισσες σεβάσμιες, πρόσωπα της αγρύπνιας και της μέριμνας, συνειδήσεις της κοινότητας, Ρωμιές, όπως θα τις έλεγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ω! δεν είναι άυλες υπάρξεις οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Είναι πονεμένες και αδικημένες, καμένες και στερημένες. Όλα αυτά είναι από παλιά χωνεμένα βαθιά στις ψυχές τους. Ξέρουν, όμως, ότι η ευτυχία δεν ταυτίζεται με την άρση της στέρησης, με την κατατρόπωση της αδικίας , όσο κι αν παλεύουν γι? αυτά. Ξέρουν ότι η ευτυχία βρίσκεται πριν και μετά. Μέσα και έξω. όπως και η δυστυχία, βέβαια. Προπάντων αυτή. Με δυο λόγια, οι γυναίκες, περισσότερο από τα άλλα πρόσωπα του παπαδιαμαντικού έργου, είναι εκείνες που μας βγάζουν από τις μεγάλες ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.

Γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Όντα μαγικά, όντα σχεδόν συμβολικά. Καθεμιά και μια Μαυρομαντηλού. Αγέρωχα πένθιμες, υπέροχα μυστηριώδεις, ανέμελα σοβαρές, με τις ρίζες της ψυχής τους βαθιά στο χώμα της κοινοτικής βεβαιότητας. Με βάθος ψυχής, ακόμα και οι «Αποσώστρες», ακόμα και οι «Ξομπλιαστήρες». Θύματα, κι όταν ακόμη αναλαμβάνουν το ρόλο του θύτη. Πρόθυμες να προστρέξουν σε βοήθεια ?κι η Φραγκογιαννού πιο πρόθυμη απ? όλες-,έτοιμες ανά πάσα στιγμή να ζητήσουν βοήθεια. Περιφρόντιδες  και ατάραχες εσαεί. Αν σταθούν τυχερές θα βρουν έναν εξάδελφο Γιαννιό να σπεύσει,  κι αν αυτός αποτύχει, θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεός ο τραχύς αιπόλος ο Γκαϊδίγκος. Αν σταθούν πιο άτυχες, θα θρηνούν τα γεννοβόλια τους τα παλιά, πριν θρηνήσουν τα νέα (σα να?χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου), εξακολουθώντας να κουβαλούν την αβασταγή τους όπως το σταυρό τους, με βαθιά υπομονή, με ελπίδα, με πόνο, όχι όμως με φόβο, όχι ? καθόλου- με πανικό. Γυναίκες «συγκύπτουσαι» από το πνεύμα της ασθενείας. Όχι μόνο της δικής τους σωματικής ασθενείας, μα της ασθενείας του κόσμου. Περιφρονούν τα κατ? αυτών σκώμματα και σκύβουν υπομονετικές, σιωπηλές πάνω από τα ψιχία της ελπίδας. Η θητεία τους δεν είναι δουλεία, η ζωή τους δεν είναι η ζωή εκείνων  που «φόβω θανάτου διά παντός το? ζ?ν ?νοχοί ε?σιν δουλείας».

Γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Πλάσματα γήινα, κάποτε ποθητά, κάποτε όντα ονειρικά. Πάντοτε όμως εικόνες της δόξας του Θεού. Θησαυροί στο χάσμα σαθρών παραθυρόφυλλων, αστεράκια στο σκοτάδι της πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου, ερατεινές και ονειρώδεις υπάρξεις που εμψυχώνουν χλοερούς και διανθείς κάμπους, όνειρα στο κύμα. Η σωματική ομορφιά είναι, θαρρείς, η αφορμή για την υπέρβαση του σαρκικού φρονήματος, πύλη αναγωγής στο επέκεινα. Και η έλξη η φυσική το μέγα διακύβευμα. Όριο διάκρισης του στιγμιαίου  και του αιώνιου, της φθοράς και της αφθαρσίας.

Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Τι θα ήταν το έργο του χωρίς τις γυναικείες μορφές του; Και τι είναι για μας το έργο του αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα αληθινά σχήματα ετούτων των μορφών; Υλικό για κοινωνιολογικές και ψυχολογικές αναλύσεις. Πεδίο, ίσως, για φιλολογικές ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις. Ή ακόμα και ευκαιρία για να καταδείξουμε πως η ερωτική διστακτικότητα και η ανεκπλήρωτη επιθυμία παράγουν μέτρια ή κακή λογοτεχνία. Γενικά για τους αποτελεσματικούς ανθρώπους σκάνδαλο και μωρία.  Ο Παπαδιαμάντης όμως είναι  μ?εκείνους που δεν δοξολογούν την αποτελεσματικότητα. Ποια αποτελεσματικότητα μπορούν να έχουν τα λαδικά, οι Αχτίτσες κι οι γυναίκες σαν εκείνη του Καραχμέτη; Ή ποια σημασία μπορεί να έχει το απόμακρα ονειρεμένο σώμα; Καμιά. Ιδιοτροπία; Αδυναμία; Βαθιά, ανεπίγνωστη από τους πολλούς σοφία; Όποια κι αν είναι η αιτία που γέννησε αυτές τις λογοτεχνικές υπάρξεις, το βέβαιο είναι πως ζουν ακόμα κι εξακολουθούν να παλεύουν με το εγκόσμιο κακό, να μάχονται το φόβο του θανάτου, να στάζουν βάλσαμο στις πληγές του κόσμου. Άλλωστε οι γυναίκες αυτές υπήρξαν και έξω από τη λογοτεχνία. Σ? έναν κόσμο και σε μια κοινωνία που ήξερε να βρίσκει, έστω και περιθωριακά, οριακά και μυστικά, κρυμμένους μαργαρίτες σε έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας.

Η εισαγωγή αυτή του Άγγελου Γ. Μαντά προτάσσεται στη συλλογή των παπαδιαμαντικών διηγημάτων  «Γυναίκες της προσμονής και του καημού» των εκδόσεων «Αρμός».

                                  «Το καμίνι»

Το διήγημα αυτό δημοσιεύτηκε το 1907 και αποτελείται από τέσσερα μέρη. Και είναι πιθανόν με την πρώτη ανάγνωση να θεωρήσει κανείς πως πρόκειται για λίθους, πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμένους. Πράγματι το έργο φαίνεται να πάσχει φοβερά από ενότητα. Όχι μόνο τα τέσσερα μέρη του δεν συνδέονται γερά μεταξύ τους, εκτός κάπως το τρίτο με το τέταρτο, αλλά και το καθένα είναι φτιαγμένο από άλλη στόφα. Αν το δούμε σαν μυθιστόρημα, σαν ένα μικροσκοπικό μυθιστόρημα πέντε σελίδων, το «Καμίνι» απαρτίζεται από ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα (μέρος πρώτο), ένα λυρικό ποίημα σε πεζό (μέρος δεύτερο), ένα κοινωνικο-ρεαλιστικό μυθιστόρημα (μέρος τρίτο) κι ένα μελό (τελευταίο μέρος). Εμείς θα δούμε το τρίτο και τέταρτο μέρος, αναζητώντας κάποια ενότητα ανάμεσα στα ετερόκλητα αισθητικά του στοιχεία.

3

Το καμίνι, ένας απόκρημνος βαθουλωτός βράχος στην άκρη της θάλασσας.

1.Δ?ν γράφω ?δ? δι? τ? καμίνι ?πο? λάμπει κοκκίνην λάμψιν τ?ν νύκτα ?πάνω στ? πλάγι το? βουνο?· ?πο? ?ντικρ? ε?ς τ? χωρίον τ? κτισμένον ?νάμεσα ε?ς δύο βραχώδεις λόφους, κα? δίπλα ε?ς θαλασσοπλήκτους κρημνούς, μέσα ε?ς μίαν λάκκαν, ?ν? α? ?ρνιθες πρ? πολλο? ?κάτιασαν κα? ο? ?νθρωποι ?λοι κατεκοιμήθησαν κα? ? ?μυδρ? γλυκε?α ?πολαμπ? τ?ν κανδηλίων, ?πο? φέγγουν ?μπρ?ς ε?ς τ? παλαι? ε?κονίσματα τ?ν ?μαυρ?ν μελαγχολικ?ν ?γίων, ?ξέρχεται ?π? το?ς μικρο?ς φεγγίτας, κα? σ? ?πλάγιασες σιμ? ε?ς τ?ν ?γκάλην τ?ς μάμμης, ψιθυρίζων ε?έλπιδα ?νειρα, κα? ?ναμασ?ν ?ναυλα παραμύθια κα? τ?ν τελευταίαν στιγμήν, πρ?ν ?ποκοιμηθ?ς, ?ρώτας παραπονετικ? τ?ν μάμμην:

―?Δ? θ? π?με καμίνι, γιαγιά; Πότε θ? π?με καμίνι;

Δ?ν ?πρόφθασεν ? γρα?α ν? σο? ?ποκριθ? ?τι α?ριον, τώρα, τ? ταχύ, ?ταν λαλήσ? τ? ?ρνίθι θ? σ? πάρ? ν? π?τε στ? καμίνι κα? σ? ?πεκοιμήθης ?δη· παρομοίως, ε?ς τ?ν κίβδηλον προσποιημένον κόσμον, ?που ?μεγαλώσαμεν, ?ταν ?ρωτ?μεν χάριν φιλοφροσύνης τ?ν καλύτερον φίλον μας κάτι τι, δ?ν προσέχομεν ε?ς τ?ν ?πάντησιν κα? δ?ν ?νθυμούμεθα τί μ?ς ε?πε.

Διότι τ? καμίνι, μ? τ?ν κοκκίνην λάμψιν, ?νατέλλει πε?σμον, ?ταν ?λα ?χουν δύσει· ? ?λιος πρ? πολλο? ?βασίλευσεν ?πισθεν α?το? το? βουνο?, ? σελήνη, δρέπανον κοπτερόν, στίλβον, διαχύνον ψύχραν κα? μελαγχολίαν, ?κρύβη ?πισθεν το? ?δίου βουνο?· τ? ?στρα, τ? ?ν μετ? τ? ?λλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται ε?ς τ?ν ?νω βυθ?ν τ?ν ?καταλήπτων πραγμάτων. Ο? παπαρο?νες, ?φο? ?βαψαν μ? α?μα ?λους το?ς κάμπους κα? τ? χωράφια, τ?ς ?δρεψαν, τ?ς ?θέρισαν ο? μάγκες, τ? ?γυιόπαιδα το? χωρίου, κα? κινδυνεύουν ν? ?ξαλειφθο?ν πρ? τ?ς ?ρας· μόνος ? Γιαννάκης ? ?πόζερβος, τ? ζαρωμένον παλιόπαιδο τ?ς γρια-Γκαβαλοΐνας, ?κοψε παραπάνω ?π? δέκα χιλιάδες ?π? α?τ? τ? κόκκινα στολίδια το? κάμπου. ?λεγες ?τι ? ?νοιξις, μ? τ?ν κοκκίνην χλαμύδα της ε?χε πέσει ε?ς χε?ρας νεαρ?ν λ?στ?ν, ?ρχαρίων, ?πο? ε?χαν ?λην τ?ν σκληρότητα τ?ς ?πειρίας· τ?ς ?ρπασαν μ? ?πλήστους χε?ρας τ?ν στολήν της, κα? τ?ν κατερράκωσαν· ?γδυσαν τ?ν παρθένον κα? τ?ν ?φ?καν γυμνήν. Τ? χαμολούλουδα, τ? λευκ? κα? κίτρινα ?νθύλλια το? ?πριλίου, ?φο? ε?χαν συλλέξει μυριάδας ?ξ α?τ?ν ? γρια-Ραγιάδαινα, ? Τσιτσούκαινα, κα? ?λλαι ?ρχαϊκα? γειτόνισσαι, ?νθρωποι κα? κτήνη κατεπάτησαν τ? λοιπά, κα? τ? ?καμαν θλιβερ? ?ρείπια το? καλοκαιριο?.

Τέλος, ?ταν ?νύκτωσε, τ? καμίνι μ? τ?ν ?ναλαμπ?ν τ?ς φλογός του ?κοκκίνησεν ε?ς τ? βουν? ?ντικρύ, κα? σύ, παιδίον, ?κοιμήθης ε?ς το?ς κόλπους τ?ς μάμμης σου, μ? ?νειροπολήματα α?γλης κα? μαρμαρυγ?ς ε?ς τ?ν κεφαλήν σου. Κα? δ?ν σ? ?μελε δι? τ? βάσανα τ?ν ?νθρώπων, ο?τε δι? τ?ν σκληρ?ν πάλην τ?ς ζω?ς. ?λλ? ?π? το?ς μαστο?ς το?ς στειρεύσαντας ?ς ?π? πέτραν ?γονον ?ζήτεις ν? θηλάσ?ς γάλα, πόμα καινόν, ?ς ?λλην πηγ?ν ?φθαρσίας. Κα? δ?ν ?νελογίσθης π?ς ο? μυθώδεις ?κε?νοι δράκοι, ο? Κύκλωπες, ?πο? ?νυκτέρευον μακρ?ν ?κε?, ε?ς τ? ?ρος, ?πότιζον μ? ?δρ?τα τ?ς πέτρας κα? τ? ξύλα κα? το?ς κορμο?ς το?ς ?δρούς, προσπαθο?ντες δι? το? πυρ?ς ?κείνου ν? παραγάγωσι χρήσιμόν τι ε?τελ?ς πρ?γμα, ?πως λάβωσι μικρ? ?ργύρια κα? θρέψωσι κα? α?το? μικρο?ς ?νθρωπίσκους, προωρισμένους ν? ε?ναι ?σοβίως σκλάβοι ?λλων πάλιν νεαρ?ν τυράννων. ?, ματαιότης!

2.?λλ? τ? Καμίνι α?τό, περ? ο? ? λόγος τώρα, ?το ?σπιλον, ?κτακτον κα? μοναδικόν? ?το θαλάσσιον καμίνι.

?κε?, ?μα κάμψ?ς τ?ν κάβον τ?ς Μπούτας, τ?ς ?κρης το? λιμένος, ?λίγον πρ?ς ?νατολάς, ε?ς τ?ν ?ρχ?ν το? πελάγους, πλησίον ε?ς τ?ν ?ρκον κα? τ?ν Τρυπ?τήν, τ?ς δύο ?δελφ?ς νησ?δας, ?πο? ? μία κρύπτεται ?πισθεν τ?ς ?λλης, ?πως κόρη ?ντροπαλή, φοβουμένη ν? ?ντικρύσ? τ?ν ξένων τ? βλέμματα, προσπαθε? ν? κρυφθ?, ?πισθεν τ?ν ?μων τ?ς μητρός της, κα? ?ντικρ? ε?ς τ? ?σπρόνησον, ?που ο? γλάροι κρώζουν τ?ν πλέον πένθιμον κρωγμόν των, ?πο? ?ντηχε? βαθι? ε?ς τ? θαλάσσια ?ντρα, ε?ς τ?ς φωλεάς, ?που κρύπτονται τ? ?γριοπερίστερα μ? ?πότομον πτερυγισμόν, ?κε?, ?που χορεύει συνωθούμενον ?π? τρε?ς α?γιαλο?ς μ? φλο?σβον κα? πλαταγισμ?ν τ? κ?μα· ?κε? σχηματίζεται μέγα ?πιστεφ?ς ?ντρον, μ? πλατ? χάσμα κυκλοτερ?ς ?ψηλά, κομ?ν ?π? πλουσίαν λοφι?ν κομάρων κα? σχοίνων· κάτω τ? στόμιον ?ψηλόν, θολωτόν, ?νοίγεται ε?ς τ? πέλαγος, ?πόθεν ε?σρέει ?κράτητον τ? κ?μα ε?ς βάθος πλέον ? ?ναστήματος ?νδρός· μέσα ε?ς τ? ?ντρον τ? ε?ρ? ε?σπηδ? τ? διαυγές, ?λμυρ?ν ν?μα, πλήττει τ?ν μίαν πλευράν, πλήττει τ?ν ?λλην, χορεύει, σκιρτ?, κα? φαίνεται ?ς ν? ψάλλ? μ? ?άμβους κα? ?ναπαίστους, ε?ς Δώριον ?χον:

Η κάμινος, Σωτήρ, ?δροσίζετο,
ο? πα?δες δ? χορεύοντες ?ψαλλον·
? τ?ν πατέρων Θε?ς ε?λογητ?ς ε?.

4

Ο? τρε?ς πα?δες ?ν καμίν?

Ο?τω καλε?ται τ? Καμίνι· ?ξιοσημείωτον, ?ξιοθέατον πρ?γμα, θεόκτιστον. Ε?ναι τ? πρότυπον ?λων τ?ν καμινίων, τ? πρόπλασμα κα? ?πόδειγμα α?τ?ν. Ε?ναι προωρισμένον ν? μ? ?νάπτ?, ν? μ? καί?, ν? μ? ?ρεύγεται φλόγας· ?λλ? ν? δροσίζ? καρδίας, κα? ?φθαλμο?ς κα? μέτωπα ?νδρ?ν. Χάρμα τ?ν ?λιέων, σέμνωμα τ?ν λεμβούχων, τ?ν πορθμέων κα? ?κταιωρ?ν.

3.? Τσούλα, κόρη το? Μανδράκια, το? βοσκο?, ?φύλαγε τ? ?λίγα πρόβατα το? πατρός της ?πάνω ε?ς τ?ν ?άχιν τ?ς Μπούτας, τ?ς μακρ?ς ?ψηλ?ς λωρίδος, ?πο? κλείει τ?ν λιμένα πρ?ς ?νατολάς. ?λη ? Μπούτα ?το τ? βασίλειον τ?ς ?θ?ας κόρης. Τ?ν ε?χε μαυρίσει ? ?λιος, ?π? τ? μικρά της χρόνια ν? τρέχ? μαζ? μ? τ? κοπάδι· ?το μόλις ?πταέτις ?ταν ε?χεν ?ρχίσει ν? ?κολουθ? τ?ν πατέρα της ε?ς τ? ?ργον, κα? τώρα ?το δεκαοκτ? ?τ?ν, κα? ε?χε γίνει τελεία βοσκοπούλα. ?νήρχετο δύο φορ?ς τ?ν ?μέραν ?ως τ?ν κορυφήν, ε?ς τ? μικρ?ν δάσος τ?ν πεύκων, μ? τ? κοπάδι της, κατήρχετο ?λλας δύο φορ?ς ?ως τ?ν λαιμ?ν τ?ς μικρ?ς χερσονήσου, ε?ς τ?ν Βρύσιν, κάτω ?π? τ?ν ?ι-Γιώργην, τ? ?ρα?ον λευκ?ν ?ξωκκλήσι, σιμ? ε?ς τ?ν α?γιαλόν, διέτρεχεν, ?νω κα? κάτω, δέκα φορ?ς τ? ?μερόνυκτον ?λην τ?ν ?άχιν τ?ς Μπούτας, μ? το?ς δύο γιαλούς, τ?ν ?να πρ?ς τ?ν λιμένα, ?ντικρ? το? λευκο? χωρίου, τ?ν ?λλον πρ?ς τ? πέλαγος ?ξω.

5

Λαϊκή ζωγραφιά

Κα? τώρα τ?ν ε?χε ζητήσει ε?ς γάμον ?λλος βοσκός, ? Κώστας τ?ς Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, μ? δύο παιδιά. Ε?χε δηλώσει, ?τι ?θελε ν? τ?ν πάρ? χωρ?ς προ?κα, τ?ς ?διδε μάλιστα κα? ε?κοσι γίδια ?ς κοριτσιάτικο. ? πατήρ της ?φάνη πρόθυμος ν? τ?ν

δώσ?.

??πρόνω, τσού, τ?ς ε?πε, ?λέστα κα? μ? τσινιάζ?ς. Ντούρμα γαμπρ?ς ?ρχεται γυρεύοντα· σ?ν τ? μπο?φ το? ?πλί σο?ρθε... Θι?ς τόνε στέλνει. ?μ προικι? δ? γυρεύει, ?μ κοριτσιάτικο σο? δίνει... Τί ?λλο θέλεις, κορίτσι;... Τί κάνει π?ς ?χει ? ?νθρωπος δύο πιδάκια... Τί σ? πειράζει σένα; ?πως θέν? ?ης τ? γίδια, θέν? ?ης κ? τ? πιδιά... Θροφ? θέλ?ν τ? γίδια, θροφ? κ? τ? πιδιά· φύλαμα τ? γίδια, φύλαμα κ? τ? πιδιά. ?να πρ?μα ε?ναι... Ταχι? ν? στολιστ?ς κ? ν? π?με ντουγρο? στο? καλύβ? τ? γαμπρο?, ν? σ?ς στεφανώσω.

?μοίως κα? ? γρι?-Ντούκαινα, ? θεία τ?ς Τσούλας -?πειδ? ? μάννα τ?ς κόρης δ?ν ?ζη- τ?ν ?νουθέτησε κα? τ?ς ε?πε·

??μορφα, ?μορφα... καλο??ίζικα, πλιό, πιδάκι μ?.., ο? παντρει?ς ε?ναι ?π? Θεο?. Καλ?ς κι ?ξιος ε?ναι ο? γυι?ς τσ? Γαρουφαλίνας... θ? ?ναθρέψ?ς πλι? κι τ? ?ρφανά,

ε?ναι ψυχικό... ?μορφα, ?μορφα, πλιό!

? Τσούλα ?κουσε τ?ς δύο νουθεσίας, ?λλ? δ?ν ?νόησε τίποτε. Τ?ς ?φάνη ?ς βόμβος

?π? σφηκοφωλε?ν ν? ?μβ?κεν ?π? τ? ?ν α?τίον της, κα? ?τι ? ?νεμος ?σύριζεν ε?ς τ?ν ?π?ν το? σπηλαίου, ?που ε?χε καταυλίσει μίαν χειμεριν?ν νύκτα τ? πρόβατά της.

?πεμακρύνθη, ?κολουθο?σα μηχανικ?ς τ?ν ?γέλην. Δ?ν ε?χεν α?σθανθ? ?ως τώρα το?ς παλμο?ς τ?ς καρδίας της. Μόνον μίαν φορ?ν ε?χε συναντήσει ε?ς τ?ν γιαλ?ν τ?ν

?νατολικόν, πρ?ς τ? πέλαγος, ?να νεαρ?ν ναύτην, ?στις ε?χεν ?ξέλθει ?π? τ?ν βαρκούλαν κα? τ?ς ε?χε ζητήσει γάλα. ? ?διος τ?ς ε?χε προσφέρει ?ραίαν μεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ?ποπνέουσαν τ? ?ρωμα τ?ς θαλάσσης. ?λλοτε, τ?ν ε?χεν ?κούσει, πότε κατ? τ?ν γλυκε?αν ?ραν το? πρώτου ?πνου, πότε ε?ς τ?ν μυστηριώδη χαραυγ?ν τ?ς ?νατολ?ς το? α?γερινο?, ?ν? κατηυλίζετο ε?ς τ? στόμιον το? σπηλαίου

μ? τ? πρόβατά της, μ? σοβαρ?ν μελ?δικ?ν φων?ν ν? τραγουδ?:

Ξύπνα, γλυκειά μ? ?γάπη, κι ? νύχτα ε?ναι βαθειά,
κι ? βάρκα μ?ς προσμένει στ?ν ?κροθαλασσιά.

4.Τ?ν ?μέραν ?κείνην, ?στερον ?π? τ?ν διπλ?ν διδαχ?ν το? πατρός της κα? τ?ς θείας της, ? βοσκοπούλα, ε?ς τ?ν πλάνητα δρόμον, καθ?ς ?κολουθο?σε τ? κοπάδι, ?νάμεσα ε?ς το?ς πυκνο?ς θάμνους τ?ς ?ψηλ?ς ?κρογιαλι?ς, ?φθασε μέχρι το? χείλους το? θαλασσίου Καμινίου. Πολλάκις ? Τσούλα ε?χε πλησιάσει ε?ς τ? χάσμα α?τ? το? πελαγίου ?ντρου, κα? ε?χε παρακύψει κα? κοιτάξει ?πλήστως κάτω ε?ς τ?ν βυθ?ν τ?ν κυκλοτερ?, μ? τ?ς πλευρ?ς το? βράχου ?νθεν κα? ?νθεν, μ? τ? ?νοικτ?ν στόμιον, ?που ?χόρευον ε?θύμως μελωδικ? τ? κύματα. Κα? τώρα πάλιν, καθ?ς ?σταμάτησαν τ? πρόβατά της κι ?βοσκο?σαν, ? κόρη ?στάθη σύ??ιζα ε?ς τ? χάσμα το? κοίλου βράχου, κι ?κοίταζε, κι ?σχημάτιζεν ?συναρτήτους, ?σκόπους φράσεις μέσα ε?ς τ?ν νο?ν της·

?Ν? ε?ναι τάχα, βαθι? κάτω τ? κ?μα;... Κι ?ν πέσ? κανείς, θ? πλέψ?, ? θ? χτυπήσ?;... Μπορε? ν? δώσ? κανε?ς ?να πήδημα ?ποδ?;... Πόσα μπόγια ε?ναι τάχα;...

?κάθησε κι ?κοίταξεν ?πιμόνως κάτω·

6

Έργο Γιώργου Κόρδη

?Κοίταξε, τ? ?μορφος πο?ναι ? γιαλός;... Τ? γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ?μορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!... Τί ?μορφη πο? ?το κι ?κείνη

? κοχύλα, πο? μο? χάρισε ?να καιρ?ν ?...

?στάθη κα? δ?ν ?θελε ν? προφέρ? τ? ?νομά του. Ε?τα, πεισμόνως κα? ?ποφασιστικ?ς, τ? ?πρόφερε·

?... ? Νίκος!

Τ?ν ?δίαν στιγμήν, ?! θα?μα! Ε?ς ναύτης μ? τ?ν βαρκούλα του ε?σέπλευσε μέσα ε?ς τ? Καμίνι. ?το α?τός· ? Νίκος, ? υ??ς το? καπετ?ν-Σύ??αχου, ?στις ε?χε χαρίσει τ?ν

?ραίαν ?πίχρυσον κογχύλην ε?ς τ?ν Τσούλαν.

? Νίκος, μόλις ε?δε τ?ν κόρην -?φαίνετο ?τι τ?ν ε?χεν ?δε? ?π? προτήτερα πλησιάσασαν ε?ς τ? χάσμα το? Καμινιο?- ?φώναξε·

?Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε α?τό! Μ? βιάζεσαι ν? πηδήσ?ς κάτω!

Κα? τ?ς ???ιψε μίαν ?νεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδ?ς. Ε?τα μ? φων?ν χαμηλοτέραν, ?ρκο?σαν δι? ν? ?κούεται ?πάνω ε?ς τ? χε?λος το? χάσματος, ?ξηγήθη·

?Τσούλα, ?γάπη μου! σ? παντρεύουν; Τ? ?μαθα ?λα! Πάρε α?τ?ν τ?ν σκάλα, πο? σο? ???ιξα... ξετύλιξέ την, κάρφωσέ την καλά, κα? τ? δύο τ? ?ρπάγια της, στ? ?ίζα το? χονδρο? σχοίνου!... Καλουμάρισέ την κάτω, βάλε τ? πόδια σου, κα? κατέβα κάτω... μ? φοβ?σαι!... ε?δεμή, θέλεις ν? ?ναβ? ?γώ;

? Τσούλα ?πήντησε:

?Κατεβαίνω, Νίκο! δ?ν φοβο?μαι.

Κα? μετ? ?λίγα λεπτ? τ?ς ?ρας, ? ?ραία βοσκοπούλα ?πεσεν ε?ς τ?ς ?γκάλας το? νεαρο? ναύτου.

? γάμος ?τελέσθη τ?ν ?δίαν ?σπέραν ε?ς τ? χωρίον.

7

Πίνακας Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Μια απόπειρα προσέγγισης

1.Τι είναι το καμίνι και που παραπέμπει; Θυμηθείτε την ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου «Υψικάμινος» 1935, με την οποία εισάγεται επίσημα ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα.

2.Να συσχετίσετε αυτό το καμίνι με την κάμινο της βιβλικής διήγησης που αναφέρεται στο διήγημα και να αναζητήσετε ανάλογες εκφράσεις που αποδίδονται στην Παναγία, στην Ακολουθία  των Χαιρετισμών.

3.Γιατί ο Παπαδιαμάντης δίνει στο διήγημά του τον τίτλο  «Το Καμίνι», αφού η υπόθεσή του είναι η ιστορία αγάπης του Νίκου και της Τσούλας; Πως λειτουργεί το καμίνι εδώ;

4. Σίγουρα σας παραξένεψε το όνομα της ηρωΐδας του διηγήματος, δεδομένης και της σημασίας του στη λαϊκή γλώσσα. Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη απαντάμε ένα πλήθος γυναικείων ονομάτων, που είναι ίσως άγνωστα στην ηπειρωτική Ελλάδα και συνδέονται με την ιστορία της Σκιάθου. Μερικά από αυτά τα ονόματα σας δίνονται στη συνέχεια, για να τα κατατάξετε σε κατηγορίες και να κάνετε τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τη σημασία, την ηλικία και την κοινωνική θέση των προσώπων: Μελαχρώ, Μαχούλα, γρια ?Καντούσαινα, Φραγκογιαννού, Ασημένια, Γιαννούλα, Χρυσή, Κρυστάλλω, Ματή, γρια-Κομνηνάκαινα, θεια Αχτίτσα, Φλανδρώ, Σοφούλα, γραία Μορισίνα, Ακριβούλα, θεια Μαθηνιώ, Κοντούλα, Αφέντρα, Γαρουφαλλιώ, Ζερμπινιώ, το Αργυρώ, Καληώρινα, Πλανταρού, το Αθηνιώ, γραία Μαλαμίτσα, γρια ?Λούκαινα, Μάρκινα, Σεϊρανώ,Γιακουμίνα, το Μονεβασώ, Πούλια?

5. Από μελετητές του παπαδιαμαντικού έργου έχει υποστηριχθεί   πως η κοινωνική καταξίωση των γυναικών σχετίζεται με την ηλικία τους και είναι διαβαθμισμένη στην κοινωνία της Σκιάθου. Να επαληθεύσετε την κρίση αυτή, εξετάζοντας την παρουσία της Τσούλας και της γριάς Ντούκαινας στο διήγημα.

6. Η Τσούλα ασκεί από μικρή ένα κατεξοχήν ανδρικό επάγγελμα. Πως εξηγείται η ενασχόλησή της αυτή, που έρχεται και σε αντίθεση με τον εγκλεισμό της ανύπαντρης κυρίως γυναίκας την εποχή εκείνη;

7. Πως λειτουργεί η φύση στο διήγημα; Ποια είναι η σχέση της ηρωίδας με το φυσικό περιβάλλον;

8. Ο γάμος στα πλαίσια της πατριαρχικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας αποτελεί σταθερό κριτήριο κοινωνικής ισορροπίας και πρώτο μέλημα του γονιού για το κορίτσι του. Πως αντιμετωπίζουν το γάμο της  Τσούλας ο πατέρας της και η γρια-Ντούκαινα  (στη θέση της μητέρας της);

9. Στο διήγημα γίνεται λόγος για ένα άλλο είδος προίκας από αυτό που ξέρουμε, το κοριτσιάτικο. Τι ακριβώς είναι και πως διαφοροποιείται από τη γνωστή προίκα; Να αναζητήσετε στοιχεία για την αρχαία ελληνική ?δνα.

Διαβάστε και τα σχετικά αποσπάσματα από τον Παπαδιαμάντη.

«Τα φτωχά κορίτσια δεν τ? αγαπούν  παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μία κι ύστερα να τ? αφήσουν να μαραθούν ή τα μαδήσουν?».

«Γαμβροί υποψήφιοι υπάρχουν όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάς ολόκληρος. Η κόρη είχε καλόν όνομα, ήτον μεγαλοπροικούσα?Ποιον από τους τόσους γαμβρούς να εκλέξη ο πατήρ της;».

10. Πως αντιμετωπίζεται ο δεύτερος γάμος στο διήγημα και πως σήμερα; Ισχύουν τα ίδια για τον άνδρα και τη γυναίκα; Σε ποιες περιπτώσεις θεωρούνταν και θεωρείται αποδεκτός;

11.Ποιες είναι οι αρχικές σκέψεις της Τσούλας καθώς κατευθύνεται στο Καμίνι;

12.  Η ηρωίδα μας είχε συναντήσει μία και μόνη φορά το νεαρό ναύτη κι αυτή έφτασε για να σκιρτήσει η καρδιά τους. Ποια είναι η δική σας θέση γι?αυτό το ειδύλλιο;

13. Είναι η στάση της κόρης σύμφωνη με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής της;

14.Ποια παραμυθικά στοιχεία συναντάμε στο τελευταίο μέρος του διηγήματος; Σας θυμίζουν άλλες ιστορίες αγάπης;

15.Προσέξτε την ανατρεπτική λειτουργία του έρωτα ακόμη και στην κατεύθυνση της μεταξωτής ανεμόσκαλας που ο Νίκος πετά στην Τσούλα, για να κατέβει. Ποια είναι η κατεύθυνσή της σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους;

16.Γιατί, αν και ο ζωτικός χώρος της νεαρής βοσκοπούλας είναι  «το βασίλειον της Μπούτας», η ερωτική της επιθυμία παραμένει ανέφικτη στη στεριά και πραγματώνεται στο θαλασσινό τοπίο ,στο Καμίνι; Διαβάζοντας όλο το διήγημα, πού φαίνεται να αποδίδει  ο Παπαδιαμάντης  την απαλλαγή των ηρώων του από τον ασφυκτικό κοινωνικό κλοιό και την  τελική ένωσή τους;

17.Ποιος είναι ο τελικός νικητής στο διήγημα; Ο έρωτας ή η κοινωνική συμβατικότητα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

18.Γράφει η Μαρί Ελιζαμπέτ Αντμάν στη διδακτορική της διατριβή «Βία και Πονηριά-Άντρες και γυναίκες σ?ένα ελληνικό χωριό» Εκδ. Καστανιώτη: Η ζωή των γυναικών στην ύπαιθρο ρυθμίζεται από το θρησκευτικό κανόνα, (ορθοδοξία), τον τοπικό κοινωνικό κανόνα (νόμος του χωριού) και τη βιωματική εμπειρία. Ισχύουν τα παραπάνω για την ηρωίδα μας;

19. Να καταγράψετε τις αφηγηματικές τεχνικές του διηγήματος.

20.Διαβάστε την κριτική που σας δίνεται για τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη,    στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, τα Χριστούγεννα του 1941. Πως φαίνεται σ? εσάς η γλώσσα του; Έχετε επιχειρήσει να διαβάσετε διηγήματά του;

 Από τα πιο σημαντικά που δημιούργησε ήταν ο εμπλουτισμός της νεοελληνικής γλώσσας προσφέροντας  έτσι πλούσια δώρα στη νεοελληνική  πνευματική καλλιέργεια. ζωντάνεψε την καθαρεύουσα, πλούτισε τη δημοτική και τη μικτή με γλωσσικό θησαυρό χιλιετηρίδων, με την προσωπική του πνοή, αποφεύγοντας τη στέγνια και το ρητορισμό της καθαρεύουσας και της κατασκευασμένης δημοτικής των λαϊκιστών, που δεν έχουν καμιά σχέση με τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα. Παντού αναμιγνύει χαριτολογήματα με φιλοσοφικές παρατηρήσεις, παραθέτοντας ρήσεις της κλασσικής γραμματείας, του Ψαλτηρίου, του Ευαγγελίου κι ένα σωρό παροιμίες και γνωμικά.  Θαυμάζει κανείς το λεξιλογικό του πλούτο, το θησαυρισμένο από απανωτά στρώματα παιδείας, τον αρωματισμένο απ? το αγέρι της Σκιάθου καθώς η αγαπητική του ματιά αγκαλιάζει  όλη την πλάση τη βραδιά της Ανάστασης: « Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, κι ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως,εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των, εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν πάνω καθ? όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα, βαθιά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης, μη δυνάμενος να διαγωνισθή την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του».

 

?που κα? ν? σ?ς βρίσκει τ? κακό, ?δελφοί
?που κα? ν? θολώνει ? νο?ς σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμ?
κα? μνημονεύετε ?λέξανδρο Παπαδιαμάντη.

  
Οδυσσέας Ελύτης

 

scroll back to top
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 05 Ιανουάριος 2013 20:29
 
?? Επιστροφή


Writing