ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ»ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ Aπό το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού «Η αηδονόπιτα» για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» Παραδίπλα έβλεπες τους αρματωμένους ,γερμένα αγάλματα με χέρια και πρόσωπο μαυρισμένα απ? το μπαρούτι, να ?χουν κλείσει τα μάτια για λίγο ύπνο?Είμαι άπλυτος τρεις ολόκληρες εβδομάδες, η ντάπια μας τη νύχτα μυρίζει σαν υπόνομος. Κάπου κάπου κοιτάζω τα χέρια μου, είναι γεμάτα ρόζους απ? τις ντουφεκόβεργες, τα νύχια μαύρα, γεμάτα χώμα. Ονειρεύομαι μια βουτιά στη λιμνοθάλασσα για να καθαρίσω τα έξω μου- μέσα λάμπω ολοκάθαρος, το χρέος είναι σαν τον έρωτα, ένα σαπούνι που μοσχοβολά?Είναι μέρες που μας βασανίζει η δυσεντερία, το νερό που πίνουμε δεν είναι καθαρό?Πέρασε σήμερα και η γυναίκα μου μαζί με άλλες Μεσολογγίτισσες και μας μοίρασαν παξιμάδια και σταφύλια? Βάδιζε μέσα σ? ένα δαίδαλο από μικρά δρομάκια. Παιδιά κοκαλιάρικα, ξυπόλητα, με μπαλωμένα κουρέλια, έπαιζαν στους δρόμους με τις σπασμένες κεραμίδες ,που ήταν άφθονες εδώ κι εκεί απ? τις κομματιασμένες στέγες. Πολλοί λαβωμένοι κάθονταν έξω απ? τα κατώφλια, ωχροί κι αξύριστοι άπλωναν χέρια και πόδια κομματιασμένα απ? τα βόλια και δεμένα με πανιά, πληγές μελανιασμένες, τυλιγμένες σε σκισμένα σεντόνια, που έδειχναν ακόμα επίφοβες. Μέσα απ? τα κατώφλια μύριζε μούχλα και σκόρδο, απλυσιά και βρεγμένο χώμα, το νερό των πηγαδιών δεν περίσσευε παρά μόνο για πιόμα. Μια γριά κρατούσε στο χέρι έναν κουβά με λιωμένο ασβέστη , υλικό δυσεύρετο , και άλειφε γύρω τα κατώφλια και τα παράθυρα σα να ?ταν Πάσχα, οι αρρώστιες φόβιζαν πιο πολύ απ? τον Τούρκο ακόμα?. Άκουσε τραγούδια , είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου. Ήξερε πως πολύ συχνά οι γυναίκες, όταν τέλειωναν τα μασάλια και τα παραμύθια, πιάναν το τραγούδι , όσο τα χέρια δούλευαν, τα στόματα τραγουδούσαν: νυφιάτικα, κλέφτικα απ? το Βραχώρι και τις κορυφές του Μακρυνόρους, νανουρίσματα. Είχαν μεταξύ τους και μικρομάνες, είχαν και χήρες και αρραβωνιασμένες, που έμεναν ακόμα με το δαχτυλίδι στο χέρι να περιμένουν και να μετράνε τις κανονιές? Το στάρι τέλειωσε, το τελευταίο σπυρί το άρπαξε το μαύρο πουλί και το κρατά κοροϊδευτικά στο ράμφος. Οι αρρώστιες στέλνουν καραβάνια ολόκληρα στον Άδη, η γης όλη οργώθηκε απ? τους πολλούς τάφους. Στην πόλη δεν υπάρχουν πια γάτες, ούτε σκύλοι. Δεν υπάρχει ούτε ένας σκύλος να φάει τα βρασμένα κόκαλα των ομοίων του που περισσεύουν στα τραπέζια. Τα αρμυρίκια θερίστηκαν δίπλα απ? τη θάλασσα, τα καβούρια εξαφανίστηκαν , οι κατσαρόλες βράζουν δέρματα και ποντίκια? Η άνοιξη ήταν αυτή που άνοιξε τελικά τις πόρτες του Μεσολογγιού. Το πάρσιμο έγινε απ? τις μυρωδιές της, αυτές σήκωσαν τα μάνταλα στις καστρόπορτες. Τα αγριολούλουδα στις πλαγιές του Ζυγού, η ευωδιά απ? τα μωρά των φύλλων στα πλατάνια του Αγίου Συμεών, οι ανθισμένες λεμονιές της Ναυπακτίας. Το δέλεαρ μιας εαρινής θυσίας και ταφής ήταν ακατανίκητο.
Από το βιβλίο του Άρη Φακίνου « Το κάστρο της μνήμης» ?Μαζεμένες από τα ξημερώματα στην πλατεία, οι γυναίκες δούλευαν ασταμάτητα, έφτιαχναν φυσέκια, ακόνιζαν γιαταγάνια, ετοίμαζαν ξαντό και μπάλσαμο για τα παλικάρια. Ο Κώστα Μπέκας κοντοστάθηκε ,τις κοίταξε συλλογισμένος. Αυτές δεν είχαν ανάγκη από πολλές κουβέντες για να ριχτούν στη δουλειά, δεν τους χρειαζόταν να φιλοσοφήσουν με τις ώρες ή να μελετήσουν την Ιστορία για να σηκωθούν και ν? αρπάξουν μαχαίρια και κουμπούρια, για να σταθούν και να καρτερέψουν τους ξενομπάτες μπροστά στα κατώφλια τους. Ήξεραν καλά τι τις περίμενε αν θα ?μπαιναν οι Τούρκοι στο Παλιόκαστρο, σαν θα ξεχύνονταν στα καλντερίμια, όταν θα μπουκάριζαν στις αυλές με τα χαντζάρια στα χέρια. Είχαν κάμποσες φορές παρατήσει τα σπίτια και τα παιδιά τους για να πιάσουν τ? άρματα, είχαν πολεμήσει μαζί με τους άντρες, ισάξιά τους . Κάποτε, σε μια κρίσιμη μάχη με κάτι Τουρκαλβανούς, πάνω που οι εχθροί ρίχνονταν να πάρουν τα ταμπούρια που ?ταν στην πλαγιά ώστε να προχωρήσουν μετά κατά τα μπεντένια, ο αρχηγός τους αντίκρισε να ξεπετάγεται στα ξαφνικά από την άλλη άκρη του κάμπου ένα μικρό ασκέρι από Παλαιοκαστρίτισσες, που ?καναν γιουρούσι κατά τα παραπήγματα όπου οι Τουρκαλβανοί είχαν εγκαταστήσει την επιμελητεία. Κραυγάζοντας άγρια, κραδαίνοντας αναμμένα δαυλιά και γιαταγάνια, οι γυναίκες χίμηξαν σαν λυσσασμένες λύκαινες σε κάτι φρουρούς που πάσχισαν να τις σταματήσουν και τους πετσόκοψαν, έφτασαν στις σκηνές και τις παράγκες κι άρχισαν να βάζουν φωτιά, να χτυπάνε, να σφάζουνε. Βλέποντας ότι τα? ασκέρι του κινδύνευε να μείνει χωρίς πολεμοφόδια, δίχως τρόφιμα και νερό, ο καπετάνιος των Τουρκαλβανών αναγκάστηκε ν? αποτραβήξει απ? την καρδιά της μάχης πάνω από διακόσιους άντρες για να τους στείλει ν? αναχαιτίσουν τις Παλαιοκαστρίτισσες?Είχαν γίνει πολλά τέτοια στους αλλοτινούς καιρούς, έλεγαν , δεν ήταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες γλύτωναν τον τόπο απ? το χαμό, που ?δειχναν σ? όλους τους Παλιοκαστρίτες, σ? όλους τους Έλληνες, το σωστό και πρεπούμενο δρόμο. Αυτές κρατάνε στα χέρια τους τη μοίρα ολάκερου γένους, αυτές που μεγαλώνουν τα παιδιά, που κουμαντάρουν τη φαμίλια , που μαθαίνουν στους ανθρώπους ,σερνικούς και θηλυκούς, το χρέος τους Ο λαός που βγάζει άξιες γυναίκες, εξηγούσαν οι γερόντοι, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα?». Μαρτυρίες για τη συμμετοχή των γυναικών στο πόλεμο του 40. « Στον πόλεμο όλες οι γυναίκες του χωριού τρέξαμε για βοήθεια. Δε λογαριάζαμε τίποτες. Οι αποστολές κρατούσαν μέρες και νύχτες συνέχεια. Ούτε ύπνος ,ούτε φαί. Μια φορά κάναμε πέντε μέρες και νύχτες να ρθούμε πίσω. Φύγαμε με βροχή. Το γύρισε σε παγωνιά. Η Βαγγελή Τέλαρη είχε γίνει μούσκεμα ως το κόκκαλο κι έπειτα πάγωσε πάνω στο μουλάρι. Ήταν σαν πετρωμένη. Κόκκαλα σου λέω. Ανατρόμαζες να την κοιτάς. Μόνο μια ανάσα είχε ανθρώπινη. Όταν φτάσαμε κάναν καιρό στο χωριό, την παραχώσαμε ως το λαιμό στην κοπριά για μέρες. Έτσι τη γλυτώσαμε κι έζησε . Δεν έχουν ?μολογμόν εκείνα τα πάθια μας. Αλλά χαλάλι. Ήταν για την πατρίδα». Γράφει ένας στρατιώτης από το μέτωπο: « Προχωρούσαμε νικητές. Όταν φτάσαμε στον ποταμό Βογιούσα είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, κι έκαναν αυθόρμητα κάτι που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στον Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και πιασμένες σφικτά απ? τους ώμους σχημάτισαν πρόχωμα που ανάκοβε την ορμή του ποταμού κι ευκόλυνε τους γεφυροποιούς».
|