30-06-2021 10:29
Μαζί μας είναι...
Πρόσφατες δημοσιεύσεις
Designed by: |
kou_vas under danemm ordering |
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ: Μανόλη Αναγνωστάκη "Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ." |
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Γ΄) | |||
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού | |||
Δευτέρα, 19 Οκτώβριος 2015 11:49 | |||
Μανόλη Αναγνωστάκη Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.
Ο ποιητής http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&code=461&t=102 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι εκπρόσωπος της αντιστασιακής - κοινωνικής ποίησης. Άντλησε τις εμπειρίες του από τους αγώνες της Κατοχής και τα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια, μετουσιώνοντάς τες σε γνήσια ποιητική έκφραση. Ο εξομολογητικός του τόνος, ο ηθικός προβληματισμός, η υπαινικτική έκφραση, οι συχνές επαναλήψεις, η διάχυτη αισθαντικότητα είναι στοιχεία που γοητεύουν τον αναγνώστη, δίνοντας παράλληλα τα ερεθίσματα για έναν γόνιμο προβληματισμό.
Γράφει ο Γιώργος Πιπίνης στο περ. Νέο επίπεδο τ.32, Νοέμβριος 2000 «Δημιουργοί σημαντικοί υπήρξαν αρκετοί σ? αυτόν τον τόπο. Προσωπικότητες, όμως, άξιες κι ισοδύναμες προς το μέγεθος της καλλιτεχνικής τους προσφοράς, ίσως πολύ λιγότερες απ? όσες νομίζουμε. Ο Αναγνωστάκης είναι από τις περιπτώσεις που δεν πρόκειται ποτέ ν? αμφισβητηθεί, όχι τόσο για την εν γένει προσφορά του στα κοινά κι όλα τα συναφή και σπουδαία ασφαλώς και τόσο γνωστά σε όλους μας, όσο γι? αυτές τις αδιόρατες και λεπτοφυούς υφής ποικίλες λεπτομέρειες της προσωπικότητάς του. Μια προσωπικότητα σύνθετη και πολυδιάστατη, όσο λίγες. Σ? αυτήν άλλωστε τη συνθετότητα της προσωπικότητάς του οφείλεται, κατά την άποψή μου, η πολυσημία του έργου του αλλά και το πνευματικό και ηθικό ανάστημά του». Γράφει ο ίδιος για την ποίηση της γενιάς του: « Δεν παραδέχομαι την ταμπέλα ποίηση της ήττας που αβασάνιστα έχει πολιτογραφηθεί κι έχει σφραγίσει ένα μόνιμο τρόπο κριτικής συμπεριφοράς?Υπάρχουν ποιητές που εξέφρασαν τις επιπτώσεις μιας ήττας (που δεν ήταν απλά στρατιωτική), που συνειδητοποίησαν πρώιμα μια πραγματικότητα, που προφήτεψαν ακόμη ό, τι έμελλε να συμβεί, αλλά που οι ίδιοι δεν υπήρξαν ηττημένοι, ούτε πολύ περισσότερο εγκατέλειψαν τον αγώνα (στην πιο πλατιά και ανθρώπινη ουσία του)». Και καθώς η νιότη του σημαδεύτηκε από τον Εμφύλιο, γράφει στο περ. Κριτική,τ.1, (1959): «Πιστεύω πως η περίοδος του Εμφύλιου στην Ελλάδα υπήρξε η πιο σκληρή, η πιο τραγική, η πιο άγρια, θα πρόσθετα και πολλά άλλα επίθετα ακόμη, όπως ταπεινωτική ή ανέντιμη μέσα σ? όλη τη νεοελληνική ιστορία. Στην περίοδο του εμφύλιου οι άνθρωποι εκβιάστηκαν να γίνουν ανθρωπάκια, οι μεγάλοι να σκύψουν, να ταπεινωθούν, να τσακίσουν, να γίνουν ανώνυμος πολτός». «Η καλλιτεχνική και πολιτική συνείδηση του Μανόλη Αναγνωστάκη συνέθεσε ένα υψηλής στάθμης ποιητικό, κριτικό και δοκιμιακό έργο, έντονα παρεμβατικό και γενναίο πολέμιο τόσο του δογματισμού όσο και του μηδενισμού. Καθόλου λίγες δεν είναι οι λέξεις του ? οι σκέψεις του δηλαδή- που καρφώθηκαν όντως στη συλλογική μνήμη, και μένουν εκεί σαν ακοπούμπι ή σαν σημαδάκι φωτός. Γιατί, τελικά, ναι. Η ποίηση βοηθάει, και βοηθάει σε πολλά. Η καλή ποίηση. Όπως η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη». Παντελής Μπουκάλας Αφιέρωμα Καθημερινής
Χαρακτηριστικά της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη 1. Ο έντονος κοινωνικός και πολιτικός χαρακτήρας που σχετίζεται άμεσα με την πορεία και την τύχη του αριστερού κινήματος στην μεταπολεμική Ελλάδα. 2. Ένα έντονο συναίσθημα αντιπαλότητας συνοδευόμενο από ασυμβίβαστη αδιαλλαξία στην αναζήτηση της πολιτικής και κοινωνικής αυθεντικότητας. 3. Πικρά ειρωνική (με τη συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων)ή δηκτική και σαρκαστική στάση, που συχνά λειτουργεί ως πρόκληση και άλλοτε ως εσωτερική αναδίπλωση. 4. Μια τάση εμμονής στο συγκεκριμένο (πράγμα, πρόσωπο, τόπο, χρόνο, περιστατικό). Οι μορφικές συστοιχίες αυτών των εσωτερικότερων γνωρισμάτων είναι: α. Ο γενικά κουβεντιαστός ρυθμός της ποιητικής ομιλίας. β. Η πεζολογική έκφραση με την περιορισμένη στο ελάχιστο χρήση της μεταφοράς και τη θεληματική προσγείωση της ποιητικής εικόνας. Κώστας Μπαλάσκας, «Δύο ποιήματα από το Στόχο του Αναγνωστάκη?»
Το ποίημα http://www.snhell.gr/lections/content.asp?id=127&author_id=1&page=anthology Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Στόχος 1970 και πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα που αποτελούν την πρώτη πράξη ομαδικής δημοκρατικής αντίστασης πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Το ποίημα είναι πολιτικό και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο ως και τη στρατιωτική δικτατορία. Αφηγητής είναι ο ίδιος ο ποιητής και χρησιμοποιεί πολλούς συμβολισμούς στο ποίημά του. Θέματα για συζήτηση
http://www.ilak.org/shop/index.php?categoryID=6&offset=0
Παράθυρο Άρη Αλεξάνδρου, 1947 Εδώ το φως είναι σκληρό σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του παράθυρου και στο περβάζι ένα λουλούδι σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά. Σαν παίρνει να βραδιάζει στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή σαν ξεχασμένο φίλντισι. Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο. Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα να σκεπάσει ένα χαλίκι. Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες. Περιμένουμε κάποιον να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάκτυλα του ανέμου πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι. Περιμένουμε το φως να μπει απ? το παράθυρο ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ? το σκισμένο πουκάμισο.
Ο Άρης Αλεξάνδρου, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο της Λήμνου (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Ως το 1958 έζησε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία.
«Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ? αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία ? «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες ? ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη ? και πιο πλουσιοπάροχη ? απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.» Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής, Παναγιώτης Κονδύλης 1992 https://kondylis.wordpress.com/2010/08/02/illusions/Ο Παναγιώτης Κονδύλης (17 Αυγούστου 1943 ? 11 Ιουλίου 1998), υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής, με σπουδές κλασικής φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφίας της μεσαιωνικής και σύγχρονης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης.
Ερμηνευτική προσέγγιση Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει άμεσα στον Καβάφη, που χρησιμοποιεί τον τίτλο Μέρες σε πέντε ποιήματά του. Μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που γεννήθηκε και έζησε ο Αναγνωστάκης. Εδώ βέβαια ταυτίζεται με την Ελλάδα. Η ένδειξη μ.Χ. έχει μια ειρωνική χροιά αφού στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, έχουμε δικτατορία. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα: Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, Ενεστώτας, προς το παρόν) και στο επίπεδο του παρελθόντος (άλλοτε). Ο γυρισμός αυτός γίνεται με συνειρμική αναδρομική αφήγηση (φλας μπακ) και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το ποίημα σε τρεις ενότητες: α.1-4 με τους προσδιορισμούς του τόπου και του χρόνου, β.5-12 με την παρουσία των παιδιών και γ.13-19 με την επανασύνδεση με το παρόν. Το ποίημα αρχίζει με μια ακριβή και συγκεκριμένη τοπογραφική αναφορά, που συναντάμε και στο ποίημά του Πόλεμος το 1941: «Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά-/ τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ? ώρα / τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα».Ίσως πρόκειται για την περιοχή που έζησε ο ποιητής ή που συνέβησαν κάποια σημαντικά γι? αυτόν γεγονότα. Υπάρχει στο σημείο αυτό μια συνεκδοχή όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου, καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση. Ακολουθεί η χρονική ένδειξη του παρόντος με το τώρα που αντιτίθεται στο άλλοτε των παιδικών χρόνων προφανώς. Κατόπιν έχουμε μια σύντομη αλλά καίρια περιγραφή του χώρου, όπως έχει διαμορφωθεί. Μέγαρο της Τράπεζας συναλλαγών, Τουριστικά Γραφεία, Πρακτορεία Μεταναστεύσεως, η Ελλάς των Ελλήνων. Πρόκειται για την πολυτελή πρόσοψη κτιρίων μιας χώρας, για τη βιτρίνα της που είναι μόνο επιφάνεια, αφού βιώνει την κοινωνική αθλιότητα. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που ονομάζουν αλλά είναι φορτισμένες και με λανθάνουσα σημασία υποδηλώνοντας και άλλες καταστάσεις. Έτσι, εκτός από τις εμπορικές συναλλαγές η συναλλαγή παραπέμπει στην εμπορευματοποίηση της ζωής, στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες, στις ποικίλες μειοδοσίες σε εθνικό και πολιτικό επίπεδο. Η λέξη αφήνει επίσης μια βρώμικη γεύση ανάμεικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, της αντιπαροχής, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας, απομάκρυνσης και αποξένωσης από τον τόπο. Ανάλογη εικόνα έχουμε και στον Καβάφη: «Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω./Τώρα νοικιάζεται κι αυτή κι η πλαγινή/ για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε/ γραφεία μεσιτών κι εμπόρων κι Εταιρείες». Γυρίζουμε στο ποίημά μας κι η πρώτη εντύπωση είναι τα κτίρια και τα τροχοφόρα. Παραπέμπουν βέβαια και στο αστικό όνειρο, τον ευδαιμονισμό αλλά και στα τανκς της δικτατορίας. Οι εναλλαγές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα στη μνήμη και στην αίσθηση συνεχίζονται και ο ποιητής σχολιάζει καταγράφοντας και συγκρίνοντας. Ο τόπος και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει οριστικά και όχι μόνο εξωτερικά. Τόπος και άνθρωποι είναι ξένοι, έχουν αλλοτριωθεί. Η απώλεια της εμπιστοσύνης και του συναισθήματος αλλοτρίωσε τον κοινωνικό βίο.
Ο αμέσως επόμενος συνειρμός πηγαίνει στα παιδιά που χάθηκαν μέσα στα τρομερά γεγονότα που μεσολάβησαν. Η αναφορά στη δεκαετία 1940- 1950 γίνεται με βιβλικές εκφράσεις με έντονη μεταφορικότητα και αναφορά ιδιαίτερα στον εμφύλιο. Στην ευχή που διαβάζεται κατά την Αρτοκλασία ο ιερέας παρακαλεί το Θεό να μας φυλάξει «από οργής, λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας?». Ο συνειρμός αυτός συνδέεται, τραγικά αντιθετικά, με τα λόγια του πατέρα: « Εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες». Βγαλμένος από την τραγωδία του 1912-1922, ο πατέρας κρατάει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και τη μεταδίδει στα παιδιά του. Τα παιδιά γνωρίζουν τη διάψευση, ωστόσο μεταδίδουν κι αυτά ελπίδα στα δικά τους παιδιά και η αλυσίδα συνεχίζεται. Εδώ νιώθουμε την πίκρα της χαμένης γενιάς κι ακούμε τον απόηχο της διάψευσης- βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Αναγνωστάκη. Ακολουθεί η επαναφορά στο παρόν, στο τώρα, στον ίδιο χώρο, όπου όλα συναλλάσσονται, υπηρετούν, μεταναστεύουν. Ο Αναγνωστάκης αξιοποιεί την κλίση των ρημάτων με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνοντας την κατάσταση που βιώνουν όλοι. Το κατάντημα αυτό βαραίνει τον ποιητή και ο σχολιασμός γίνεται με το γνωστό σεφερικό στίχο καθώς συνομιλεί με τον ποιητή. Η αναφορά γίνεται με το Π κεφαλαίο υποδηλώνοντας το θαυμασμό και την εκτίμηση του στο Σεφέρη, του οποίου οι επιδράσεις είναι ορατές στην ποίηση του Αναγνωστάκη. (Μην ξεχνάμε το χαρακτηρισμό του Ομήρου ως Ποιητή στην αρχαιότητα). Τα ωραία νησιά έχουν μεταβληθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τόπους εξορίας των αντιφρονούντων, τα ωραία γραφεία είναι τα γραφεία των ανακριτών, οι ωραίες εκκλησίες εγκατέλειψαν την πνευματική τους αποστολή και έγιναν χώροι κοινωνικού φρονηματισμού και καθωσπρεπισμού. Το ύφος εδώ είναι σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών. Επικρατεί κι εδώ το ίδιο νοηματικό και συναισθηματικό κλίμα και εκφράζεται ο ίδιος πόνος. Σχετικά με τους στίχους αυτούς, σημειώνει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης πως αναφέρονται ρητώς στο Σεφέρη και λανθανόντως, πιστεύω, στον Ελύτη και γενικότερα στους ποιητές του φωτεινού Αιγαίου και θεωρεί πως αυτές οι διακειμενικές παραπομπές λειτουργούν ως επιθετικές βολές. Διαβάζουμε στο ποίημα «Το καινούριο τραγούδι», το τελευταίο των Εποχών, του 1945, όταν ήδη οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες:
Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ? ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας. Ο τελευταίος στίχος παραπέμπει στη φράση της δικτατορίας ( Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών) με δηκτική διάθεση αλλά και του Σεφέρη: Ελλάς. Πυρ! Ελλήνων. Πυρ! Χριστιανών. Πυρ! / Τρεις λέξεις νεκρές. γιατί τις σκοτώσατε; Η απομόνωση αυτού του στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία, υποδηλώνοντας την εθνική και προσωπική μας μοναξιά. Συνολικά, θα λέγαμε πως ο λόγος του Αναγνωστάκη είναι κοινωνικός, καταγγελτικός, στοχαστικός και ειρωνικός. Ανάλογο είναι και το ύφος του. Εκφράζει την πίκρα και την απογοήτευσή του αλλά και τη νοσταλγία για το παρελθόν. Στοχεύει να μας προβληματίσει και να μας ξυπνήσει με μια γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που περνούν ίσως απαρατήρητες.
Παράλληλα κείμενα
Κλείτου Κύρου: Κραυγές της νύχτας Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ? ουρανού. Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο ................................................................................... Να εντοπίσετε κοινές αναφορές και συναισθήματα στο διδαγμένο και στο αδίδακτο ποίημα του Κύρου. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά· Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει. Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος
Βιβλιογραφία ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ, Βιβλίο του Καθηγητή, ΥΠΕΠΘ, ΠΙ ,ΑΘΗΝΑ Ο χρόνος και ο λόγος, Η ποιητική δοκιμασία του Μανόλη Αναγνωστάκη? μια οπτική, Άννα Τζούμα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1982 ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ, ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
|
|||
Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 19 Οκτώβριος 2015 12:36 |
?? Επιστροφή