30-06-2021 10:29
Μαζί μας είναι...
Πρόσφατες δημοσιεύσεις
Designed by: |
kou_vas under danemm ordering |
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ: "Σοροκάδα" Νίκου Κάσδαγλη |
Εκπαιδευτικό Υλικό - Γλωσσικές Επιστήμες (linguistics) (Γ΄) | |||
Συντάχθηκε απο τον/την Ιωάννα Ρωμανού | |||
Παρασκευή, 20 Δεκέμβριος 2013 11:44 | |||
Σοροκάδα Νίκου Κάσδαγλη (1928-2009) Γενικά χαρακτηριστικά του έργου του Ο Κάσδαγλης κινείται ανάμεσα στο ηθογραφικό και κοινωνικό διήγημα, αλλά και στο κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα, ακολουθώντας το ρεαλισμό. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ενάργεια ύφους, αίσθηση του πραγματικού, επισήμανση του καίριου, συνδυασμό του ωμά ρεαλιστικού με το καθαρά λυρικό, αφηγηματική δεξιοτεχνία και ικανότητα διερεύνησης των πιο διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων, δημιουργίας, δηλαδή, ανθρώπων με δικιά τους ανεξάρτητη υπόσταση. Η «Σοροκάδα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηριδανός και ανήκει στην πρώτη συλλογή του συγγραφέα Σπιλιάδες (=ριπές του ανέμου), 1952, των οποίων τα θέματα έχουν ληφθεί από τη ζωή των πονεμένων ανθρώπων της θάλασσας. Ο Κάσδαγλης θεωρήθηκε έτσι συνεχιστής της παράδοσης του Καρκαβίτσα και χαρακτηρίσθηκε ο λογοτέχνης του χώματος και της θάλασσας. Το διήγημα αντλεί το θέμα του από τη ζωή στη Ρόδο και συγκεκριμένα από τις συχνές επισκέψεις στο νησί, όπως γινόταν και σα άλλα μεγάλα λιμάνια της χώρας μας, πολεμικών πλοίων του 6ου στόλου των ΗΠΑ.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής Από το «Δοξαστικό» του Άξιον Εστί» Ερμηνευτική προσέγγιση
ΠΕΝΤΑΓΛΩΣΣΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
Παράλληλα κείμενα
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδόσιας, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ? από θολά νερά. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμε κει, θα είχαμε ελπίδα. Αλλά το μπάρκο στην κατάσταση που βρισκότανε ήταν ακυβέρνητο. Και μην είχε σκοπό να λιγοστέψει η χιονιά; Όσο πήγαινε, Τούρκος γινότανε. Φύλλο στο φύλλο ερχόνταν οι ανέμοι, άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους, τη στριφογύριζαν σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν σαρανταήμερο, βλέπεις, κι όλα τα συντάγματα των διαβόλων ήταν πεσμένα στο γιαλό. Κι ο Βασιλιάς του, ακούς, που είχε θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν και κείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στο χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε απ? άκρη σ? άκρη και κυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα και ψήλωναν και δέρνονταν και βαρυβογκούσαν, γκαστρωμένα το χαμό. Δεν πίστευες πως ήταν νερό παρά θεριά ανήμερα? λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες? αρκούδες ασπρόμαλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα ουρανοθέμελα και χύνονταν στο άμοιρο καράβι μας. Ένα κύμα εδώ πλάκωνε με το στήθος πλατύ, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σαν να ζητούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί γλιστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρη που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώσει κοιμάμενο τον οχτρό της? καθώς έφτανε κοντά, ψήλωνε γιαμιάς, καβαλίκευε το κατάστρωμα, σάρωνε ό,τι έβρισκε, ξύλα και σχοινιά και σίδερα, και περνούσε αντίπερα γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας πεισμωμένα, γιατί δεν μπόρεσε να κάμει περισσότερο κακό. Άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό και φουσκωμένο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει. Έσκαε όμως πριν να φτάσει στο σκοπό του και μανιασμένο έστελνε τους αφρούς καταπάνω μας. Και άλλα μύρια σπρώχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήσει πρώτο, ποιο να δώσει τη δυνατότερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ λάγγευε κι άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή, άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα? άλλο με μύτη φοβερή σούβλιζε τα παραπέτα κι έπιανε από την πρύμη και τάραζε σύξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολάκερο, γλιστρούσαν κάτω από την καρίνα και γιαμιάς πηδούσαν ορθά, πάσχοντας να το αναποδογυρίσουν. Και κείνο το δόλιο έγερνε από δω, διπλάρωνε από κει, βουτούσε με την πρύμη, σηκωνόταν με την πλώρη, σερνόταν και βογκούσε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράμα. Ήρθε στιγμή που το συμπόνεσα. Ξέχασα το δικό μου κίνδυνο και γύρισα σε κείνο την έννοια μου, μη μπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήταν τόσο ενάντιά του τα κύματα. Το μπάρκο είχε δυο τρόμπες? μια στην πρύμη και μια στην πλώρη. Για να νικηθούν, ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμιά. Στην αρχή δεν άφηναν τον καπετάνιο να καταπιαστεί με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε? πήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κι έτσι έβγαινε ο ναύτης κι έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που τρακάραμε ως την αυγή δουλέψαμε καλά. Αν δε λιγόστευε το νερό, δε μπόρεσε όμως να μας κεφαλώσει. Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται? χωρίς να θέλει αφρίζει? χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του? πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου. Τον βρίζει? και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον φτει? και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά και κείνος όλο φυσά κι όλο θυμώνει και αντρειεύεται. Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν και γω. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε που δε γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωνεμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όσκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ? ανάσκελα στην κουβέρτα. Από το διήγημα Η δικαιοσύνη της θάλασσας του Ανδρέα Καρκαβίτσα Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγειρε προς την αριστερήν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίπου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος?και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο νικητής? Ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν , κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι? Εκόπασεν πλέον ο σάλος?τα κύματα καταπονηθέντα καθ? όλην την νύκταν επραΰνθησαν. Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον απ? τα ακροστόλια, τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος. Από το διήγημα Με τα πανιά Αλέξανδρου Μωραϊτίδη Η νοτιά φυσά μ? ένα δικό της φύσημα, κι έχει μια βουή δυνατή και ξεσυρμένη. Και δεν είναι μονάχα αυτά τα συνήθια της νοτιάς, αλλά κι ή όψη που δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη?την σκεπάζει με μυστήριο. Το φως της μέρας γίνεται πότε σταχτί, ποτέ κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά την ώρα. Τα βουνά είναι ανταριασμένα, και μια φαίνουνται και μια χάνουνται. Ο ουρανός αλλάζει όψη κάθε τόσο. Για μια στιγμή σκίζουνται τα σύννεφα και βγαίνει σαν δοξαριά η θολή αχτίδα του ήλιου, και πάλι σφαλάνε οι σκισμάδες κι οι τρύπες που ανοίγουνε στα σύννεφα, κι ο ουρανός γίνεται σαν χάλκωμα. Η θάλασσα παίρνει μιαν όψη αλλιώτικη? τα νερά μελανιάζουνε, και πέρα το πέλαγο το σκεπάζει μια θολούρα που χάνεται. Σαν αρμενίζεις με τη νοτιά, πρέπει να χεις το νου σου και τη σκότα στα χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μεζεμένος ο αγέρας σε μια στιγμή, και τα παίρνει κάτω όλα, πανιά κι αντένες. Ο αγέρας είναι ακατάστατος, πότε έρχεται από δω και πότε από κει. Θυμάμαι στα μικρά μου χρόνια, πόσες φορές βρέθηκα στη θάλασσα με νοτιά μπουρινιασμένη. Τη μια, είχα σκαρώσει μια βάρκα μαζί μ? έναν καραβομαραγκό. Σκαρώσαμε μια βάρκα έμορφη σαν την κοπέλα και τη βάψαμε με μεράκι. Ζωγράφισα και δυο γοργόνες στα μάγουλα, κι έγραψα και τα? όνομα της: «Αγία Παρασκευή». Και, μ? όλα ταύτα, εμείς οι δυο μερακλήδες κοντέψαμε να πνιγούμε κιόλας, μ? όλο το μεράκι μας. Τη βάρκα τη ρίξαμε στη θάλασσα στις 27 Οκτωβρίου, ανήμερα τ? Άγιου Νέστορα. Φυσούσε νοτιά και, μ? όλο που ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε αρχίσει να φυσά μια μέρα πριν, τα? Αγιού ?Δημητρίου, σαν πήγαμε ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι, που έλεγες πως είναι Δευτέρα Παρουσία. Η βάρκα μπατάρισε και γέμισε νερά η μισή. Καλά που προφτάξαμε και μπατάραμε τη σκότα. Εκεί που παλεύαμε να μαϊνάρουμε τα πανιά, έρχεται ένα ανεμοβρόχι με χαλάζι, που μας σάστισε. Με τα πολλά,, πήραμε κάτω την αντένα, κι αρμενίζαμε με το φλόκο. Οι θάλασσες μας καβαλικεύνε απ΄οτην πρύμη και βγάζανε φωτιές. Εγώ ήμουνα στο τιμόνι και γίνηκα πάπια. Ο Θεός βοήθησε και δεν εβγήκε το τιμόνι από τα βελόνια, έτσι που μας σφέντνιζε στον αέρα η θάλασσα, κι έβγαινε η πλώρη μισό μπόγι όξω από το νερό.Ο Μπεκός πήγε και τρύπωσε κάτω απ? την πλώρη, μαζί μ? έναν σκύλο, που έτρεμε και χτυπούσανε τα κατασάγονά του. Η βάρκα δεν είχε κουβέρτα και γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μα φτάξαμε στην πολιτεία. Αυτή η βάρκα, ως το τέλος,βγήκε γουρσούζικη? ύστερ? από έναν χρόνο βούλιαξε, και πνίγηκε μια θεια μου- ένα μυστήριο, γιατί την κουμαντάριζε ένας γεροθαλασσινός εβδομήντα χρονών, ο καπετάν Νικολός Αρθούνας?πνίγηκε κι αυτός. Φώτη Κόντογλου Το Αϊβαλί η πατρίδα μου Εκδ. Παδημητρίου η΄εκδ. 2000 Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:
Τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριούΤην επιστροφή του ευαίσθητου Έλληνα από τις διακοπές του καλοκαιριού συνοδεύει -εκτός κι αν στάθηκε τυχερός- η πικρή γεύση από την έκπτωση του τοπίου και του τόπου. Ίσως το λαμπρό, ανελέητο φως που κυριαρχεί καθιστά την εικόνα οδυνηρότερη. Τραυματισμένες από την «αξιοποίηση» παραλίες και λόφοι του Αιγαίου, η γύμνια ενός βουνού από το δάσος που κάηκε, εκείνες οι θάλασσες που ενώ τις ύμνησαν οι αιώνες σήμερα κουβαλούν πετρέλαια και ρύπους. Την εικόνα ενός αρχαίου τόπου που δεν έχει καμιά πρόταση προς το μέλλον -δεν έχει, δηλαδή, πολιτισμό- συμπληρώνει η ίδια η ανθρώπινη παρουσία. Παρά τα κούφια λόγια του συρμού, η αποξένωση μας από το νόημα της πατρίδας και το παρελθόν έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Δεν είναι περίεργο ότι ο Έλληνας αλλά και ο τουρίστας του καλοκαιριού -με πόση σοφία η γλώσσα παραμέρισε τη λέξη περιηγητής- έχει μεταφέρει σε θέρετρα και νησιά το ύφος ή την αισθητική του νυκτερινού κέντρου. Το γεγονός παραμένει: ο έλληνας επισκέπτης του καλοκαιριού, αν έχει ακόμα την ψυχή και τα μάτια ανοικτά, επιστρέφει -πού, άραγε;- με τη μνήμη μιας εκθαμβωτικής ομορφιάς και την οδύνη από την καθημερινή της αλλοίωση. Αν η αλλοίωση αυτή έχει τη μορφή επιδερμικού τουρισμού, αισθητικής ευτέλειας ή εκείνου του όρμου που φέτος γέμισε τσιμέντο και σκουπίδια, δεν έχει πολλή σημασία. Σημασία έχει ότι ο χειμώνας που επέρχεται -και από ό,τι φαίνεται θα είναι βαρύς- πρέπει να βρει αυτόν τον Έλληνα, που κινδυνεύει να γίνει επισκέπτης στον τόπο του, με τη συνείδηση για το μέγιστο του θέματος. Διότι είναι καιρός, όταν οι μεν μέμφονται τους δε ότι υπονομεύουν την Ελλάδα, να αναλογισθεί ο Έλληνας με τις μνήμες του καλοκαιριού για ποιαν Ελλάδα πρόκειται· και ακόμα να αναλογισθεί ότι ο εθνικός πλούτος είναι κάτι βαθύτερο και σοβαρότερο, απ? ό,τι οι πολιτικοί υπόσχονται να προστατεύσουν. ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-8-1993 Γιώργου Γραμματικάκη Κοσμογραφήματα, εκδ. Πόλις, σελ. 143,147
Μια τουριστική χώρα Τα μηνύματα, πάντως, για την ολοκλήρωση εφέτος της τουριστικής μας ? ελλείψει άλλης- ιδεολογίας, είναι ενθουσιώδη. Η αύξηση των τουριστών προμηνύεται σημαντική, και η Ρόδος, η Κρήτη, τα Ιόνια, αλλά και κάθε περιοχή που διαθέτει τουριστικό πνεύμα ζει ήδη στον πυρετό μιας μεγάλης ευωχίας. Όπως είθισται, κατά το τέλος της τουριστικής περιόδου θα πληροφορηθούμε τον ακριβή αριθμό επισκεπτών μας, καθώς και το συνάλλαγμα που εισέρρευσε. Τα άλλα δεν τα πληροφορούμαστε σχεδόν ποτέ. Τον εκχυδαϊσμό του τοπίου και της ανθρώπινης ψυχής, που ως επιδημία προσβάλλει το ένα μετά το άλλο τα τουριστικά θέρετρα. Δεν πληροφορούμαστε, ποτέ, για την αύξουσα ταυτότητα των τουριστών σε κοινωνική ή μορφωτική υποανάπτυξη, μήτε για την εκμετάλλευση του τουρισμού από «επαγγελματίες» του εξωτερικού. Δεν θα μάθουμε, ούτε φέτος, για τους πόσους τόνους τσιμέντο απαίτησε η καταστροφή ενός μαγευτικού όρμου, για το πόσες υπήρξαν οι προσβολές στην ιστορία μας και την αισθητική μας, για το αν, και ποιος, είχε το δικαίωμα να εκχωρήσει στην τουριστική ευτέλεια τόπους με παράδοση και περηφάνια αιώνων. Δεν καταγράφεται, ούτε μία φορά, η πίκρα των ανθρώπων που αισθάνονται ότι εκείνοι είναι οι ξένοι στον τόπο τους, των χωριών που ερημώνονται από το εύκολο κέρδος, το εύκολο κέρδος που δεν φαίνεται εντούτοις να ορθοποδεί τη χώρα. Αυτό το άλλο, δεν θα το πληροφορηθούμε ποτέ. Ότι, δηλαδή, ένα έθνος που θυσιάζει άμετρα τη φύση και τις μυστικές φωνές του χάριν ενός συναλλάγματος, συχνά υποθετικού, δεν γίνεται αναγκαστικά ευτυχέστερο. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-6-1994 Ο λυγμός του καλοκαιριού Όταν φτάνουν οι διακοπές και αρχίζει η φυγή από τις μεγάλες πόλεις, η Ελλάδα του καλοκαιριού αναδεικνύει το πραγματικό της πρόσωπο. Εκείνο μιας «πατρίδας» που της λείπει ο αυτοσεβασμός, που διαψεύδει με τις πράξεις ό,τι εξυμνεί με λόγια υποκριτικά και μεγάλα. Τα ελληνικά νησιά, τόποι μαγικοί της αλήθειας και του μύθου, ομφαλοί του πελάγους και της ιστορίας μας, λίγες μνήμες διατηρούν από το παρελθόν και τη φυσική τους ομορφιά. Κάποια από αυτά ? όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος- υπάρχουν κυρίως ως σκελετοί έμφορτοι από ασβεστωμένο τσιμέντο και ως σημεία επιδείξεως της κοσμικής μας παραλυσίας. Άλλα πάλι βρίσκονται στο μεταίχμιο. Ενώ διατηρούν την εσωτερική τους ζωή, έχουν εκχωρήσει μέρος των ευλογημένων εδαφών τους στη διεθνή τουριστική αλητεία. Έτσι, ολόκληρες περιοχές στην Κρήτη, στην Κέρκυρα ή στη Ρόδο ζουν το καλοκαίρι υπό μια βάναυση κατοχή. Ενώ ο χειμώνας μοιάζει σαν να θρηνεί για τα όσα έζησε και είδε. Τα πολυπληθή, ωστόσο, κατασκευάσματα διαμονής και ψυχαγωγίας υπενθυμίζουν ότι το κακό δεν πέρασε, ότι θα υπάρχει ίσως οδυνηρότερο και το επόμενο καλοκαίρι. Όπου μάλιστα απομένει ακόμα ένας όρμος αναλλοίωτος, θωπευτικός της ψυχής μας, είναι βέβαιο ότι έχει ήδη γραφεί ? και ίσως έχει υποβληθεί «αρμοδίως» - το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου του. Γιώργου Γραμματικάκη ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής σελ.195, 197 Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
?ς ο?χ ?πέρφευ θνητ?ν ?ντα χρ? φρονε?ν. ?βρις γ?ρ ?ξανθο?σ? ?κάρπωσεν στάχυν ?της, ?θεν πάγκλαυτον ?ξαμ? θέρος. Ζεύς τοι κολαστ?ς τ?ν ?περκόμπων ?γαν φρονημάτων ?πεστιν, ε?θυνος βαρύς. Αισχύλου Πέρσαι 820-822 και 827-828
Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Δεν πρέπει ο άνθρωπος να μεγαλοφρονεί, μια και είναι θνητός. Γιατί η περηφάνεια όταν ανθίζει, συνήθως καρπίζει σε στάχυα συμφοράς, απ? όπου θερίζει θέρισμα γεμάτο δάκρυα. Τη μεγάλη περηφάνεια τσακίζει βαρύς δικαιοκρίτης ο Δίας.
Είναι ορισμένα τα πράματα που σου επιτρέπουν ο ουρανός, η γη και η θάλασσα στην Ελλάδα ή και αλλού. Που σου επιτρέπουν να πιστέψεις, να χτίσεις, να σκιαγραφήσεις, να ζήσεις ή να μιλήσεις. Μια στραβή κίνηση παραμικρή και όλα μπορεί να πέσουν στην άβυσσο? Ζήσιμος Λορεντζάτος Στου τιμονιού τ? αυλάκι
Πρόταση για διαθεματική εργασία
|
|||
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 18 Μάρτιος 2015 22:11 |
?? Επιστροφή